Το Παρίσι στους περισσότερους από εμάς κατέχει μια μυθική θέση στο μυαλό μας. Είτε πήγαμε τουρίστες των μαγαζιών και της τεράστιας τσάντας Luis Vuitton πάνω στην Champs Elysees, είτε ως "λάγνοι ερωτύλοι", μεθυσμένοι από το παριζιάνικο άρωμα (ίσως σε κάποιο γαμήλιο ταξίδι), γεγονός είναι ότι κανέναν δεν αφήνει αδιάφορο αυτή η εσάνς, αυτός ο "παριζιάνικος" μύθος.
Πότε όμως να ξεκίνησε όλο αυτό; Από τη Γαλλική Επανάσταση και τη Βαστίλλη;;; Μμμμμ ίσως, αλλά όχι, δεν το πιστεύω. Από την Κομμούνα των Παρισίων;; ούτε κατά διάνοια.
Im besten Fall kann man vergleichen die ästhetische Revolution von zahlreichen kulturellen Bewegungen in Paris, Ende des 19ten Jahrhunderts mit einer leichten Version, mehr provokativ, der Renaissance.
Übertrieben, n'est pas? Dennoch strahlen die Bilder, die ich angeschaut habe, gestern am 16.03 in Schirn, eine Atmosphäre aus, sexuell liberal und befreit von Vorurteilen, kombiniert mit einem Lebensstil der Genießer, hochinteressant. Wenn man den Beginn der bildenden abstrakten Kunst und hauptsachlich der Druckgrafik erfinden möchte, wäre die Monmartre um 1900 ein sinvoller Ort. In meinem Kopf hält das Wort "Boheme" noch eine mythische Stelle.
Όλοι εκείνοι οι πίνακες με τα Cafe-Concertes, τις Prostituerte, τις πρώτες αφίσες/πλακάτ, διαφήμιση σε καλλιτεχνικό επίπεδο, οι θλιμμένες γυναίκες, οι σκυθρωπές φυσιογνωμίες, και πάνω απ'όλα οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Όλοι ή σχεδόν όλοι πέρασαν από κει, από κείνα τα σκαλοπάτια της Sacre-Coeur, συναντήθηκαν για καφέ στην Place Pigalle, "αλληλοζωγραφήθηκαν", διασκέδασαν στον ανεμόμυλο του Moulin Rouge. Ο Πικάσο, ο Μοντιλιάνι, ο Βαν Γκογκ, ο Ματίς, φυσικά πρώτος και καλύτερος ο Τουλούζ-Λωτρέκ, όλοι κάποια στιγμή θα την "έπεσαν" στο "Μαύρο Γάτο" για "μάτι". Η ωραιοποίηση του μποέμικου τρόπου ζωής ξεκίνησε από τη ζωγραφική, πέρασε στα τραγούδια και μετά ήρθε και η φωτογραφία ή το σινεμά και τα έβγαλαν στο φως, αποκαλύπτοντας μια υποχθόνια κατάθλιψη, αυγές του εικοστού αιώνα.
Γυναίκα με πουκάμισο του Πικάσο, 1905, ελαιογραφία σε καμβά
Περνάμε τώρα μπροστά από αυτές τις αφίσες και είναι πράγματι εύκολο να νοιώσεις ότι αυτή η γλεντοκόπα ζωή γινόταν πάνω (ή και μέσα) στα φουρό "ώριμων" αλλά και έφηβων κοριτσιών, με κυρίους των σμόκιν, παπιγιόν με χάρη, εσάρπας και ρεντικότας, ενώ έπαιζε το πιάνο, μελωδίες του Όφφενμπαχ, το περιβόητο Can Can, και ο χορός δεν ήταν διονυσιακός, ούτε μυστικιστικά ερωτικός, παρά μόνο ξέφρενος, καμπαρετζούδικος, με χοντράδες και δυσανάλογα υπερμεγέθεις κινησεογραφίες.
Εδώ παρακάτω ο Ερίκ Σατί, ως μοντέλο του Ραμόν Κασάς, "ο μποέμ, ο ποιητής της Μονμάρτρης"
Σε έναν άλλο πίνακα, απεικονίζεται πάλι ο ίδιος ο Σατί, αυτή τη φορά όμως όχι σε μποέμικη αίγλη, αλλά σε ένα κακόμοιρο σαλονάκι, με ψευταναμμένο τζάκι, κουρασμένος/αποκαμωμένος, total verkommen, αυτό που λέμε "στην ψάθα πέθανε ο καλλιτέχνης".
Γενικά υπήρξε και μια αντίφαση στην Veranstaltung, δεν μπόρεσα παρά τα χρώματα και την ζωντανή τριγύρω ατμόσφαιρα να αισθανθώ ευφορία για το κλίμα της περιόδου, μάλλον το αντίθετο.
Μια παρακμή, έναν ευτελισμό του θέματος "ελευθέρια ήθη", με μπόλικη ανεμελιά και αδιάφορη ψυχρότητα. Ο περιβάλλων παριζιάνικος χώρος ήταν σε δευτερεύον φόντο, τα πρόσωπα είχαν σημασία.
Η Marie Laurencin, από τις ελάχιστες γυναίκες που "μπήκαν" στο πνεύμα της Συνοικίας αυτής.
Frauen und Liberalismus, Zeitrahmen und Scham, die Kunst stellt uns die Fallen, dass die Zeiten unschuldig sind, dass die Hauptdarsteller durch ihrer Zeitlosigkeit alles verschönern können.
Für manchen von uns kommt das überhaupt nicht in Frage. Der Zustand war hart, grausam und diskriminiert.
Das Aroma der Monmartre, ja natürlich, mit Gewissheit zeitgemäß und den aktuellen Prinzipien zufolge.
Ενδιαφέρουσα η Έκθεση, οι πίνακες είχαν να πουν, μέχρι εκεί.
Η αλήθεια ήταν ακόμα έξω από το κάδρο.