Λόγια μεγάλα, λόγια δύσκολα, λέξεις-σφαίρες, φράσεις-στιλέτα, ειπώθηκαν σε άλλους χρόνους. Ειπώθηκαν και πάει τέλειωσε. Σήμερα αυτά τα λόγια είναι "παρωχημένα και ξεπερασμένα" για πολλούς. Δε λεν πια τίποτα στις μάζες της συμφέρουσας τάξης, της πρώην μικροαστικής, της νυν δανειοληπτικής και πιστωτικοκερδοφορούσας μάζωξης ιδιωτικών μικροκεφαλαίων. Δε συντρέχουν, λέει, οι συνθήκες. Αλλάξανε, λένε, οι συνθήκες, ελάφρυναν κάπως τα πράγματα.
Ο "στρατευμένος" Ρίτσος με δέκα λέξεις, φτιάχνει τη δική του ουτοπική, ανεφάρμοστη μάλλον, δημοκρατία του διαλόγου, της επαφής, της αλληλεγγύης και της συλλογικής συνείδησης, πάνω απ' τα "καλά και συμφέροντα". Τότε....Παλιά........
Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα-σύκα
και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε: "Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα".
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Λίγο πιο "πολύπλοκοι" οι επόμενοι στίχοι.
Και τίποτα άλλο να μην είχε γράψει ο Μάνος Ελευθερίου, μόνο και μόνο γι'αυτήν του την έμπνευση στο παρακάτω ποίημα, θα άξιζε να μείνει στην αιωνιότητα, εάν υπάρχει.....
Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα.
Οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός
οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα.
Και σου μιλώ σ' αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ' αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια.
Η μοίρα κι ο καιρός το 'χαν ορίσει
Παρασκευή το βράδυ στις εννιά
η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει.
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει,
Παρασκευή το βράδυ του φονιά
και του λαού την πόρτα να χτυπήσει
και του λαού την πόρτα να χτυπήσει
και του λαού την πόρτα να χτυπήσει.
Δεν ήτανε ρολόι σταματημένο,
σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό,
οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω.
Τα λόγια που δεν ξέρω σου τα δένω
με τους ανθρώπους που είδαν φονικό
και το 'χουν στ' όνομά τους κεντημένο.
Αυτός που σπέρνει δάκρυα και τρόμο
θερίζει την αυγή θανατικό,
μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο.
Έχει κρυφή πληγή κοντά στον ώμο,
σημάδι μυστικό απ' το κακό
πως ξέφυγε απ' ανθρώπους κι από νόμο...
Τα είπαν και πάει τέλειωσε. Αλίμονο σ'εμάς............
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου