Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος, που είχε δύο γιούς. Όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει τα σκήπτρα της εξουσίας στον επόμενο διάδοχο, κάθησε και σκέφτηκε: "Το ξέρω πως κανονικά και με τους θείους Νόμους, ο πρωτότοκος πρέπει να έχει το χρίσμα. Αυτός το δικαιούται. Πώς όμως να του παραδώσω όλη την Αυτοκρατορία, όταν γνωρίζω πως του λείπουν τα βασικά, τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά για τη διοίκηση; Πως να του εμπιστευθώ τη συνέχεια της Δυναστείας μας, αφού ξέρω ότι οι ώμοι του είναι πολύ αδύναμοι για τέτοιο βάρος; Ουσιαστικά τον καταδικάζω, το στέλνω στην καταστροφή του. Αντίθετα, ο δευτερότοκος και πιο πονηρός είναι και πιο δυνατός, πιο αυταρχικός, όπως χρειάζεται να είναι ένας ηγέτης, και πιο αδίστακτος, χωρίς ιδιαίτερες αναστολές, που μπορεί να αποβούν μοιραίες σε τέτοια αξιώματα. Ίσα-ίσα, που αν σκεφθεί έξυπνα θα χρησιμοποιήσει το μεγάλο του αδερφό, βάζοντάς τον σε καίρια θέση συμβούλου, γιατί κακά τα ψέμματα, του πρωτότοκου το μυαλό ώρες-ώρες δεν πιάνεται!"
Έτσι σκέφτηκε ο προβληματισμένος πατέρας και αποφάσισε πρώτα να καλέσει το μεγάλο του γιό για να του το ανακοινώσει. Ο γιός αυτός είχε γεννηθεί σε μια εποχή σχετικά ήρεμη. Οι εχθροί είχαν εξουδετερωθεί μερικώς, τα σύνορα φυλάσσονταν με σιδερένια δύναμη και γενικά υπήρχε ο χρόνος για τον πατέρα να ασχοληθεί με το μεγάλωμα του μονάκριβου, μέχρι τότε, γιού. Από την αρχή φάνηκε ότι διαθέτει ένα ιδιαίτερο πνεύμα, μια γρήγορη όσο και επιπόλαιη σκέψη, επιφανειακή αλλά ταχύτατη. Η ικανότητά του να συλλέγει πληροφορίες ήταν μοναδική. Μπορούσε να απομνημονεύσει σειρές διαλόγων, τίτλους έργων, να αναπαριστά συμπεριφορές, να εξοικοιώνεται με περίεργες ιδέες και αντιλήψεις κι όλα αυτά με πολύ γρήγορο τέμπο. Η ταχύτητά του ήταν αυτό που παραξένευε όλους. Σκεφτόταν γρήγορα, μιλούσε γρήγορα, ανταπαντούσε σε κλάσματα δευτερολέπτου, είχε όλο το προφίλ ενός ενστικτώδους ανθρώπου. Ταυτόχρονα διέθετε ευαισθησίες, ψυχικά χαρίσματα, για κάποιους, αλλά και παγίδες εκμετάλλευσης, για κάποιους λιγότερο καλοήθεις. Ο πατέρας πίστευε ότι με τον καιρό θα ησύχαζε αυτός ο φρενήρης ρυθμός και θα επικρατούσε η σώφρωνα εξυπνάδα, που κάπου μέσα την είχε κρυμμένη. Όσο όμως μεγάλωνε και άντρευε, το τετραπέρατο και πολυδιάστατο μυαλό του πνιγόταν όλο και περισσότερο σε μια ακατάπαυστη έλλειψη συγκέντρωσης, φυσικά λόγω της ταχύτητας. Είναι το ίδιο που παθαίνεις όταν βρίσκεσαι σε ένα ταχύτατο οδικό μέσο και τα μάτια σου τα βλέπουν όλα θολά, δε συγκεντρώνεσαι σε τίποτα, αλλά παρ'όλα αυτά έχεις την ικανότητα να τα βλέπεις όλα. Αυτός πίστευε ο πατέρας ότι ηταν και ο
βασικός λόγος ώστε να αποφύγει να διαχειριστεί ευθύνες, που απαιτούν ακριβώς τις αντίθετες ιδιότητες.
Όταν του το ανακοίνωσε, περιέργως για τον πατέρα, το δέχθηκε πολύ καλά. Ίσως, θα 'λεγα και με ανακούφιση. Οι πρώτες λέξεις, βιαστικές όπως συνήθως και χωρίς να τις αναλύσει, ήταν : "Μα φυσικά πατέρα, θα δεχθώ την απόφασή σου. Πάντα πίστευα ότι ο μικρότερος είχε αυτά που χρειάζεται για το δαχτυλίδι". Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.
Κανείς δεν τον κατάλαβε όταν έστριψε από τη γωνιά, για να πέσει αμέσως μετά σε λυγμούς. Λυγμούς άφωνους, γεμάτους παράπονο και πίκρα. Γρήγορα συνήλθε και επέστρεψε στη δουλειά του, περιμένοντας το μεσημέρι, ώστε να ενημερώσει και τη μνηστή του για τις εξελίξεις.
Ο πατέρας, τόσο χαρούμενος και ανέλπιστα ευχαριστημένος από τη στάση και την αντίδραση του πρωτότοκου, βιάστηκε να ειδοποιήσει το μικρό του γιό και να τον ενημερώσει κι εκείνον.
Ο μικρός του γιός εκείνη τη στιγμή έκανε κάτι υπολογισμούς για να βελτιώσει κάποιες κατασκευές, που συνέλαβε ο μεγάλος αδερφός, αλλά του φαινόταν ότι δεν ήταν αρκετά πρακτικές. Και είχε βαλθεί να τις τελειοποιήσει. Όπως καθόταν με το μολύβι στο στόμα και κοιτούσε τα σχέδια, ήρθε ο αγγελιοφόρος. "Τρέξε οπωσδήποτε στη Μεγάλη Αίθουσα. Σε ζητά ο πατέρας σου"
Δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες πρωϊνές συνευρέσεις και του φάνηκε περίεργο αυτό το κάλεσμα. Για την ακρίβεια, κάθε προσπάθεια προσέγγισης του πατέρα του, του θύμιζε ότι προφανώς το έφερε βαρέως, που δεν του είχε δώσει και τόση σημασία όταν ήταν μικρός, και συνεχώς ζητούσε την εξιλέωση, που αυτός δεν ήταν διατεθειμένος να του τη δώσει.
Βέβαια, όταν γεννήθηκε ο δεύτερος γιός του Άρχοντα, συνέπεσαν διάφορες διαβολικές συμπτώσεις, που τον ανάγκασαν να λείπει συνεχώς. Ξοδευόταν μέρες και μήνες σε μάχες με θηρία, με ορδές ανθρωποτεράτων, σε ψυχοφθόρες αναμονές, μέχρι την τελική σύγκρουση και σε πολλές κακουχίες με πολύ λίγο όφελος. Αποτέλεσμα όλων αυτώ ήταν να μην είναι παρών στα πρώτα του βήματα, στις πρώτες λέξεις, στις πρώτες αντιδράσεις, στα πρώτα χάδια. Τον έβλεπε όταν επέστρεφε κατάκοπος και καταϊδρωμένος, χωρίς να μπορεί να του πει τα παραμύθια που θα 'θελε.
Έτσι ο δεύτερος γιός, μεγάλωσε χωρίς παραμύθια, χωρίς ιστορίες και νεραϊδένιες σκέψεις. Άκουγε από παιδί τα κλάματα των μανάδων, που λάβαιναν από το μέτωπο τα δυσάρεστα νέα των γιών τους, τις βρισιές των υπηκόοων για την κακομεταχείριση από την εξουσία και όλα εκείνα τα ερεθίσματα που κάνουν γρήγορα ένα παιδί να σκέπτεται πιο ώριμα και το σημαντικότερο, να καταλάβει πρόωρα, πως τελικά ο κόσμος δε γύριζε γύρω του.
Από μικρή κιόλας ηλικία, είχε πάντα ένα βλέμμα επιβλητικό, μια αγέρωχη ματιά, που ξάφνιαζε τους γύρω. Είχε αντοχή, λίγο πάνω από το συνηθισμένο, είχε εκδικητικότητα αλλά όχι έκδηλη επιθετικότητα. Λειτουργούσε πάντα σε "δεύτερο" χρόνο. Άκουγε μια φράση, την επεξεργαζόταν, ίσως και μέρες και την ανέλυε στα ξαφνικά, αφήνοντας άφωνο τον περίγυρο. Δεν ήταν βιαστικός να μιλήσει, να εκφραστεί, είχε την υπομονή, περίμενε και όταν θα επέλεγε εκείνος, τότε μόνο δήλωνε τη θέση του. Θέση πάντα πιο ώριμη από τα χρόνια του και τεκμηριωμένη.
Έδειχνε σκεπτικός και προβληματισμένος, ακόμα κι όταν οι συνομήλικοί του, ο αδερφός του ο ίδιος, έπλεαν σε πελάγη ξενοιασιάς κι ανεμελιάς. Τις ελάχιστες φορές, που τον είχε προσέξει ο πατέρας του σ' αυτές τις στιγμές, συνειδητοποιούσε ότι δεν ήταν στεναχωρημένος ή κακισμένος. Απλώς ανέλυε τις συνθήκες γύρω του, εκτιμούσε το όφελος και το ρίσκο που πιθανόν να έπαιρνε να πάρει, π.χ. παίζοντας με ένα μεγαλύτερο απ'αυτόν παιδάκι, ζύγιζε τα πάντα, αυτό που λέμε στην καθομιλουμένη, "αγόραζε".
Τότε ήταν που το κατάλαβε ο πατέρας. "Αυτές είναι αρετές ενός σπουδαίου στρατηγού ή ενός πολυμήχανου πολεμιστή και στρατηγικού αναλυτή. Γιατί να χαραμιστεί τέτοιο πνεύμα σε ανούσιες γνώσεις καλών τεχνών και θεωρητικών μαθημάτων;" σκέφτηκε. Και ήδη από τότε προετοίμαζε το έδαφος. Πλέον τώρα συνειδητά, απέφευγε τους πολλούς εναγκαλισμούς και τα χαριεντίσματα. "Πώς θα αντρωθεί και θα δυναμώσει αν σκέφτεται φιλιά και χάδια; Πώς θα δώσει τη χαριστική μαχαιριά στον αιχμάλωτο που δε θα ομολογήσει; Πρέπει να γίνει σκληρός, με ατσαλένια νεύρα και αναίσθητη καρδιά, εάν αυτός θα είναι ο Εκλεκτός" έλεγε κάθε μέρα στον εαυτό του. Κάθε μέρα ώς εκείνη τη μέρα, που θα του το ανακοίνωνε.
Μέχρι τότε όμως, οι σχέσεις των δύο αδερφών θα έπρεπε να παραμείνουν ακέραιες, χωρίς ίχνη ευνοιοκρατίας. Όταν θα ερχόταν η στιγμή, όλοι ήξεραν ότι ο Πρωτότοκος αναλαμβάνει τα ηνία της εξουσίας. Αυτό φαινόταν να αγχώνει πολύ το μεγάλο γιό, ο οποίος ζήλευε κατά βάθος τη μακαριότητα του μικρού, την αργή του λειτουργία και το πρακτικό του πνεύμα, που τον έβγαζε εύκολα από τα πολύπλοκα ζητήματα. Αντιθέτως, ο ίδιος με το φόρτο των γνώσεων και των πληροφοριών που διέθετε και χωρίς την παύση που απαιτείται για τη "δεύτερη", την αποστασιοποιημένη σκέψη, που θα δώσει τελικά την απάντηση, αισθανόταν ήδη το βάρος των ηγετικών αποφάσεων, βαρύ στο κεφάλι του.
Ο δευτερότοκος, από την άλλη δεν έκανε σχέδια, δεν περίμενε κάτι συγκεκριμένο, δεν αγωνιούσε. Γι'αυτό παραξενεύτηκε όταν δέχτηκε την πρόσκληση.
Όταν μπήκε στη σάλα, ο πατέρας έτρεξε και με ένα πρωτόγνωρο χαμόγελο τον αγκάλιασε σφιχτά, φωνάζοντας : " Ιδού ο Βασιλεύς!". Ο μικρός σάστισε και τον απομάκρυνε διακριτικά....................................
(ΡΕ ΤΙ ΓΡΑΦΩ ΒΡΑΔΙΑΤΙΚΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ!!!!!!!!!!)
Και προφανώς θα έχει και συνέχεια;;
TO BE CONTINUED.............IS IT????
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου