Μάλλον ήρθε η ώρα να αναφέρω και λίγα στοιχεία από την περιβόητη θητεία μου.
Και θα ξεκινήσω από το ραδιοφωνάκι μου. Όταν πρωτοπήγα στην Πλάτη Έβρου, 6 Δεκέμβρη, το χιόνι ήταν περίπου μισό μέτρο. Πριν ακόμα μπω στο κτίριο, βλέπω από έξω ένα αλουμινένιο ταψάκι πίτσας. Αργότερα με ενημέρωσαν ότι αυτό ήταν η κεραία τους, γιατί δεν έπιαναν κανένα ελληνικό κανάλι στην τηλεόραση με την εσωτερική κεραία. Πολύ θολά τη ΝΕΤ. Λαμβάναμε όμως άψογα 3-4 τουρκικά, μεταξύ τους και το φοβερό KRAL, το αντίστοιχο MTV.
Αφού λοιπόν δεν "έπαιζε" πολύ τηλεόραση, κάναμε κάτι τρελά γλέντια με το ραδιοφωνάκι. Δε βρήκα μια φωτογραφία, που με δείχνει με κολλημένο το ραδιοφωνάκι στο μέτωπο με σελοτέιπ και να χορεύουμε έξω στο χιόνι, ενώ καίγαμε βαμβάκια με ξυλόπνευμα. Πλήρης σουρεαλισμός !!! Εκτός βεβαίως των τρελών, σχεδόν σχιζοφρενικών, καταστάσεων, υπήρχαν πολλές, μα παρα πολλές, στιγμές ηρεμίας και αυτοσυγκέντρωσης. Μην πάει το μυαλό στο πονηρό, μιλάω για νυχτερινές ακροάσεις. Κάτι ενοχλητικές ξαγρύπνιες λοιπόν, που σου 'παιρνε το μυαλό η αμπελοφιλοσοφία "ποιος είμαι;; τι γυρεύω εδώ;;;", έβαζα το ραδιόφωνο να ξεχνιέμαι.
Παρεπιμπτόντως, ένας γραφικός Κορινθιώτης, στο σουλούπι του Άβερελ Ντάλτον, αλλά με το κοφτερότερο μυαλό που έχω δει, μου 'χε πει τα δύο εξής φοβερά, όσον αφορά το θέμα "τι γυρεύω εγώ εδώ":
Το πρώτο είναι ότι μετά από καμμιά βδομάδα, με ρωτάει, "πως σου φαίνεται εδώ". Λέω "καλά, αλλά λίγο μακρυά". Μου λέει "μακρυά από τι;". "Μπαρντόν;;"λέω εγώ. "Μακρυά από τι; Εσύ δεν είσαι εδώ; Μακρυά από τι;" ξαναρωτάει. Και γω το σκέφτομαι από τότε.
Το δεύτερο είναι όταν το ρώτησα, πως βρέθηκε αυτός εδώ. Μου λέει "ατυχία". "Ατυχία, γιατί είχα βάλει βύσμα για Άγκυρα και μ'έστειλαν εδώ!!"
Κλείνει η παρένθεση και ξαναγυρίζω στις νύχτες ραδιοφώνου. Μπορεί λοιπόν η TV να μας ξέχασε στην Πλάτη, όχι όμως η Ραδιοφωνία. Τρίτο Πρόγραμμα, θέατρο με Λαμπέτη, Στυλιανοπούλου, Ρευματά, Κωνσταντάρα, Μάτσα και άλλες τρομερές φωνάρες, που νόμιζες ότι τις έβλεπες ζωντανές εκεί μπροστά σου. Μολιέρο, Τσέχοφ, Καμπανέλλη, φοβερά σενάρια.
Μετά ήταν και οι ξένοι σταθμοί. Το καλύτερο μου, πέρα απ'τα βουλγάρικα παραδοσιακά, με τα ακορντεόν και τις βαριές, διπλές ρεζίστρες, ήταν οι αμανέδες. Τουρκία, αλλά και Ιράκ, Συρία, ως και Ιράν. Θα με ρωτήσεις πως το καταλάβαινα. Καμμιά λέξη ανάμεσα στα τραγούδια, Νταμάσκους FM, ή Τέχραν ουλουάχατ ουλουάχατα φουντούνια αχ τζαλίλι και τα λοιπά. Μακρόσυρτα αμανετζίδικα τραγούδια, σαν προσευχές, σαν "στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου". Μεταμεσονύχτιες αράβικες νύχτες, λοιπόν, που τις θυμάμαι με κάμποση νοσταλγία. Αυτή ίσως να 'ναι και η γκαζιά τω συνόρων. Η επαφή με το απέναντι, το "άλλο", το "εχθρικό", που ειδωμένο από ορισμένο πρίσμα, τελικά δε σου προξενεί και ιδιαίτερο μίσος.
Μια καλή σκηνή επίσης που θυμάμαι από αυτές τις "περίεργες" συναναστροφές με τους εχθρούς ήταν όταν επισκεπτόμουν ένα φυλάκιο στη Γέφυρα. Μια στρατιωτική γέφυρα πάνω στον Έβρο, με δικό μας σκοπό στο ένα άκρο και Τούρκο στο άλλο. Βέβαια από εκεί, αυτοί είχαν λόχο. Κάποια στιγμή, που ζητάνε "κοτόν" και "αλκοχόλ", συναντιόμαστε στη μέση με τον επιλοχία τους, για να τα δώσουμε. Αλληλομορφάζουμε και ξεκινάει αυτός κουβέντα, λέγοντας τις λέξεις που άκουγε από τους δικούς μας τους φωνακλάδες. "Φυλάκα" "Καμπάνα". Γιες, γιες λέω εγώ. Εντ γιου, πάνισμεντ;; Και, μεγάλε, μου ανοίγει το μανίκι απ'το μπράτσο και βλέπω καναδυό ζόρικες χαρακιές, σα βουρδουλιές μου μοιάξαν. ΟΚ, λέω, έκλεισα το στόμα μου και μετα-βολή..... Ο αρχιφύλακας έλεγε ότι τις περισσότερες φορές κοιμόντουσαν όλη τη μέρα. Τρεις τέσσερις φορές το μήνα γινόταν κάποιου είδους επιθεώρηση, έτρεχαν σαν τρελοί και μετά πάλι ύπνο. Υπήρχαν και οι φορές όμως που πρέπει να έπεφτε μπόλικο ξύλο από ανώτερους, γιατί άκουγαν κανα ψευτοκλαψούρισμα, κανα βογκητό και τέτοια. Και σκέψου ότι για αυτούς ήταν οι βυσματικές μεταθέσεις. Φαντάσου τι γίνεται με τους Κούρδους στο Ιράκ....
Ξέφυγα βέβαια από το ραδιόφωνο, αλλά μάλλον θα πρέπει να γράψω τα πεπραγμένα μου στον Ε.Σ. κάποια στιγμή. Τα δικά μου πιθανόν να είναι κομεντί, ενώ του αδερφού μου καθαρό δράμα.
Προς τα παρόν αυτά.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου