Ξεκινάω για μια δουλειά. 10 λεπτά περπάτημα, 10 λεπτά λεωφορείο και ξανά 10 λεπτά περπάτημα, Μισή ώρα, τι είναι, σιγά το πράμα, τι να προλάβεις να δεις ή να σκεφτείς; Κι όμως! Αν έχεις ανοιχτά μάτια και καθαρό μυαλό, σε 30 τέτοια λεπτά περνάει όλη η Ιστορία σου από μπρος.
Ξεκινάω να περπατήσω λοιπόν, αλλά δεν βρίσκω ούτε ένα πεζοδρόμιο ελεύθερο. Όλα είναι κατειλημμένα από αυτοκίνητα, που έχουν παρκάρει εκεί. Ωραία αμάξια, ακριβά, άλλα με κουκούλες, άλλα σπορ, άλλα σα λιμουζίνες, σταθμευμένα πάνω στα πεζοδρόμια. Εγώ περπατάω πάνω στην άσφαλτο. Βλέπω κάτι παιδιά να σκαρφαλώνουν κάγκελα 3 μέτρα για να πάνε να παίξουν στο σχολείο, που έχει μπασκέτες και τέρματα. Λέω άμα πέσει τώρα κανας πιτσιρικάς, ποιος θα φταίει; Ο πιτσιρικάς φυσικά θα μου πεις!
Όπου κι αν περπατήσω, παντού βρώμα, σκουπίδια γεμάτος ο δρόμος, σακούλες με αποφάγια σκισμένες, πεταμένες πορτοκαλόκουπες, κάτι αδέσποτα σκυλόγατα τις σέρνουν πέρα-δώθε, παραπέρα ένα παρκάκι (παρκάκι να το πει ο θεός!) με σπασμένα τα ξύλα στα παγκάκια, κάτι κορίτσια κάθονται πάνω στις βρωμιές και χαζογελάνε, τι άλλο έχουν να κάνουν;
Όποτε συναντάω φανάρι, σταματάω και περιμένω το πράσινο για τους πεζούς, ακόμα κι αν δεν περνάει κανένα αμάξι. Φαίνεται ότι είμαι ο μόνος, γιατί όλοι, μα όλοι περνάνε με κόκκινο. Κανείς τους μάλλον δεν πιστεύει ότι πρέπει να υπακούς στον Κώδικα, αν είσαι πεζός. Μόνο οι χαζοί περιμένουν, θα σκέφτονται βλέποντάς με. (Τις προάλλες σταμάτησα με το ποδήλατο σε ένα φανάρι κόκκινο-πάντα σταματάω και διαπιστώνω πάλι ότι είμαι ο μόνος--κι έχω δίπλα μου έναν ταξιτζή, που κατεβάζει το παράθυρο και μου λέει: "πρώτη φορά βλέπω ποδηλάτη να σταματάει σε κόκκινο" και του απαντάω: "Ναι, όντως, εγώ δεν είμαι από δω, γι'αυτό!"). Περιμένω το λεωφορείο, κάθομαι, και κοιτώ έξω. Από αυτή τη συνοικία είχα χρόνια να περάσω. Τόσα άθλια σπίτια πότε φτιάχτηκαν, τόσα μίζερα διαμερίσματα, ποιοι μένουν σε αυτά, χωρίς πράσινο, χωρίς απόσταση μεταξύ τους, να τρως στη μάπα το βρακί του άλλου, άθλιοι εργολάβοι, άθλιες Πολεοδομίες, κακομοιριά, κακογουστιά. Αλλά οι σημαίες, σημαίες. Ααα όλα κι όλα, επέτειο είχαμε, μην ξεχάσουμε να καμαρώσουμε για το έθνος μας!
Πίσω μου μιλάνε κάτι άνθρωποι "για κάτι που πρέπει να πάρω, κάτι από αυτά που έχει το αίμα, πώς τα λένε, από αυτά μωρέ που είναι σαν το αίμα (προφανώς μιλάει για σίδηρο), που είναι στα γυαλάκια τα μικρά (αμπούλες;;!!), που τα σπας και ....τα βράζεις;; ρωτάει ο άλλος, όχι-όχι, δεν τα βράζεις, τα πίνεις, πώς τα λένε μωρέ, Αααα ναι, ναι, κατάλαβα, ξαναλέει ο άλλος, τις βιταμίνες εννοείς, ναι μωρέ αυτά τα βιταμίνες, πρέπει να πάω να μου τα γράψει ο γιατρός, αλλά πρέπει να τον πληρώσω κι αυτόν, τι να κάνω;;;;;;;;!!!!!!".
Αυτή η ωραία κι ενδιαφέρουσα συνομιλία που δεν γινόταν να μην ακούω, αφού φώναζαν σαν να ήταν μόνοι τους στο λεωφορείο, εξελίχθηκε στη διαδρομή μέχρι που κατέβηκα. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα λεωφορειάκι μικρό, που στη θέση του συνοδηγού καθόντουσαν δύο παιδάκια, ηλικίας Δημοτικού, 8-9 χρονών, εννοείται χωρίς ζώνη. Λέω ξένοι θα 'ναι, Βουλγαρία κι έτσι, κοιτάω, πινακίδες Θεσσαλονίκης, ξανακοιτάω μπροστά, μπας και δω ποιος είναι οδηγός, μπαμπάς ή κανας ξάδερφός τους, πιτσιρικάς δηλαδή, ανοίγει το παράθυρο το ένα παιδάκι από τα δύο και μου φωνάζει: "Τι κοιτά ρε μαλάκα;;;;;;". ΟΚ, ευχαριστώ, δεν το θυμόμουν, την είχα ξεχάσει προς στιγμήν την ιδιότητά μου αυτή. Και συνεχίζω. Προσπερνάω πρεζόνια, μετανάστες, που φτύνουν δεξιά-αριστερά, μαύρους που μαζεύουν την πραμάτεια από τα υπαίθρια μαγαζιά τους, αφίσες στους δρόμους "Απελάστε το ρατσισμό", κάτι κορίτσια βγήκαν για βίζιτα νωρίς-νωρίς, οι νταβατζήδες λίγο πιο πίσω, μπαίνουν σε ένα μαγαζί, χωρίς φώτα, με κουρτίνες στη βιτρίνα, δε φαίνεται τίποτα. Βρώμα από κόπρανα διάχυτη σε όλο το πεζοδρόμιο. Λίγο πριν φτάσω στον προορισμό μου, ένας νεαρός 20-25, με σταματάει:"Φίλε να σε ρωτήσω κάτι;". Σταματάω και λέω"Τι;", "να ξέρεις, περιμένω το λεωφορείο, δεν έχω λεφτά, μμκλμμκς (μασημένα λόγια), δεν έχω να φάω, μνκξνρτ κανα ευρώ, άμα έχεις και δύο φδτρρλλμ....". Ψάχνω πάνω μου βρίσκω ένα ευρώ, του το δίνω. "Μήπως σου βρίσκονται δύο;;" ξαναρωτάει. "Όχι δικέ μου, μόνο αυτό έχω!". Γυρίζει, με κοιτάει ψιλοτσαντισμένος, δε λέει ούτε ευχαριστώ, μπορεί να είπε και "άει γαμ..." από μέσα του, και στρίβει. ΟΚ, είναι οι κοινωνίες ζορισμένες, τι να κάνουμε;;
Αυτά και αυτοί βρέθηκαν στο διάβα μου σε διάρκεια μισής ώρας. Δεν ήταν άσχημα! Σε λίγα λεπτά κατάλαβα 1) τι ωραίο έθνος, τι ωραία χώρα είμαστε, τι ωραία Παιδεία έχουμε 2) σε τι όμορφη πόλη ζω, σε τι ωραίο περιβάλλον 3) τι ωραίο μέλλον θα έχουμε, τι ωραία θα είναι σε λίγα χρόνια που θα περάσει και αυτή η κρίση και 4) και κυριότερον, καταλαβαίνω πόσο πραγματικά εγώ....ΔΕΝ ανήκω εδώ!!!!
Ξεκινάω να περπατήσω λοιπόν, αλλά δεν βρίσκω ούτε ένα πεζοδρόμιο ελεύθερο. Όλα είναι κατειλημμένα από αυτοκίνητα, που έχουν παρκάρει εκεί. Ωραία αμάξια, ακριβά, άλλα με κουκούλες, άλλα σπορ, άλλα σα λιμουζίνες, σταθμευμένα πάνω στα πεζοδρόμια. Εγώ περπατάω πάνω στην άσφαλτο. Βλέπω κάτι παιδιά να σκαρφαλώνουν κάγκελα 3 μέτρα για να πάνε να παίξουν στο σχολείο, που έχει μπασκέτες και τέρματα. Λέω άμα πέσει τώρα κανας πιτσιρικάς, ποιος θα φταίει; Ο πιτσιρικάς φυσικά θα μου πεις!
Όπου κι αν περπατήσω, παντού βρώμα, σκουπίδια γεμάτος ο δρόμος, σακούλες με αποφάγια σκισμένες, πεταμένες πορτοκαλόκουπες, κάτι αδέσποτα σκυλόγατα τις σέρνουν πέρα-δώθε, παραπέρα ένα παρκάκι (παρκάκι να το πει ο θεός!) με σπασμένα τα ξύλα στα παγκάκια, κάτι κορίτσια κάθονται πάνω στις βρωμιές και χαζογελάνε, τι άλλο έχουν να κάνουν;
Όποτε συναντάω φανάρι, σταματάω και περιμένω το πράσινο για τους πεζούς, ακόμα κι αν δεν περνάει κανένα αμάξι. Φαίνεται ότι είμαι ο μόνος, γιατί όλοι, μα όλοι περνάνε με κόκκινο. Κανείς τους μάλλον δεν πιστεύει ότι πρέπει να υπακούς στον Κώδικα, αν είσαι πεζός. Μόνο οι χαζοί περιμένουν, θα σκέφτονται βλέποντάς με. (Τις προάλλες σταμάτησα με το ποδήλατο σε ένα φανάρι κόκκινο-πάντα σταματάω και διαπιστώνω πάλι ότι είμαι ο μόνος--κι έχω δίπλα μου έναν ταξιτζή, που κατεβάζει το παράθυρο και μου λέει: "πρώτη φορά βλέπω ποδηλάτη να σταματάει σε κόκκινο" και του απαντάω: "Ναι, όντως, εγώ δεν είμαι από δω, γι'αυτό!"). Περιμένω το λεωφορείο, κάθομαι, και κοιτώ έξω. Από αυτή τη συνοικία είχα χρόνια να περάσω. Τόσα άθλια σπίτια πότε φτιάχτηκαν, τόσα μίζερα διαμερίσματα, ποιοι μένουν σε αυτά, χωρίς πράσινο, χωρίς απόσταση μεταξύ τους, να τρως στη μάπα το βρακί του άλλου, άθλιοι εργολάβοι, άθλιες Πολεοδομίες, κακομοιριά, κακογουστιά. Αλλά οι σημαίες, σημαίες. Ααα όλα κι όλα, επέτειο είχαμε, μην ξεχάσουμε να καμαρώσουμε για το έθνος μας!
Πίσω μου μιλάνε κάτι άνθρωποι "για κάτι που πρέπει να πάρω, κάτι από αυτά που έχει το αίμα, πώς τα λένε, από αυτά μωρέ που είναι σαν το αίμα (προφανώς μιλάει για σίδηρο), που είναι στα γυαλάκια τα μικρά (αμπούλες;;!!), που τα σπας και ....τα βράζεις;; ρωτάει ο άλλος, όχι-όχι, δεν τα βράζεις, τα πίνεις, πώς τα λένε μωρέ, Αααα ναι, ναι, κατάλαβα, ξαναλέει ο άλλος, τις βιταμίνες εννοείς, ναι μωρέ αυτά τα βιταμίνες, πρέπει να πάω να μου τα γράψει ο γιατρός, αλλά πρέπει να τον πληρώσω κι αυτόν, τι να κάνω;;;;;;;;!!!!!!".
Αυτή η ωραία κι ενδιαφέρουσα συνομιλία που δεν γινόταν να μην ακούω, αφού φώναζαν σαν να ήταν μόνοι τους στο λεωφορείο, εξελίχθηκε στη διαδρομή μέχρι που κατέβηκα. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα λεωφορειάκι μικρό, που στη θέση του συνοδηγού καθόντουσαν δύο παιδάκια, ηλικίας Δημοτικού, 8-9 χρονών, εννοείται χωρίς ζώνη. Λέω ξένοι θα 'ναι, Βουλγαρία κι έτσι, κοιτάω, πινακίδες Θεσσαλονίκης, ξανακοιτάω μπροστά, μπας και δω ποιος είναι οδηγός, μπαμπάς ή κανας ξάδερφός τους, πιτσιρικάς δηλαδή, ανοίγει το παράθυρο το ένα παιδάκι από τα δύο και μου φωνάζει: "Τι κοιτά ρε μαλάκα;;;;;;". ΟΚ, ευχαριστώ, δεν το θυμόμουν, την είχα ξεχάσει προς στιγμήν την ιδιότητά μου αυτή. Και συνεχίζω. Προσπερνάω πρεζόνια, μετανάστες, που φτύνουν δεξιά-αριστερά, μαύρους που μαζεύουν την πραμάτεια από τα υπαίθρια μαγαζιά τους, αφίσες στους δρόμους "Απελάστε το ρατσισμό", κάτι κορίτσια βγήκαν για βίζιτα νωρίς-νωρίς, οι νταβατζήδες λίγο πιο πίσω, μπαίνουν σε ένα μαγαζί, χωρίς φώτα, με κουρτίνες στη βιτρίνα, δε φαίνεται τίποτα. Βρώμα από κόπρανα διάχυτη σε όλο το πεζοδρόμιο. Λίγο πριν φτάσω στον προορισμό μου, ένας νεαρός 20-25, με σταματάει:"Φίλε να σε ρωτήσω κάτι;". Σταματάω και λέω"Τι;", "να ξέρεις, περιμένω το λεωφορείο, δεν έχω λεφτά, μμκλμμκς (μασημένα λόγια), δεν έχω να φάω, μνκξνρτ κανα ευρώ, άμα έχεις και δύο φδτρρλλμ....". Ψάχνω πάνω μου βρίσκω ένα ευρώ, του το δίνω. "Μήπως σου βρίσκονται δύο;;" ξαναρωτάει. "Όχι δικέ μου, μόνο αυτό έχω!". Γυρίζει, με κοιτάει ψιλοτσαντισμένος, δε λέει ούτε ευχαριστώ, μπορεί να είπε και "άει γαμ..." από μέσα του, και στρίβει. ΟΚ, είναι οι κοινωνίες ζορισμένες, τι να κάνουμε;;
Αυτά και αυτοί βρέθηκαν στο διάβα μου σε διάρκεια μισής ώρας. Δεν ήταν άσχημα! Σε λίγα λεπτά κατάλαβα 1) τι ωραίο έθνος, τι ωραία χώρα είμαστε, τι ωραία Παιδεία έχουμε 2) σε τι όμορφη πόλη ζω, σε τι ωραίο περιβάλλον 3) τι ωραίο μέλλον θα έχουμε, τι ωραία θα είναι σε λίγα χρόνια που θα περάσει και αυτή η κρίση και 4) και κυριότερον, καταλαβαίνω πόσο πραγματικά εγώ....ΔΕΝ ανήκω εδώ!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου