Να μην ξεχνάς δεν είν' καλό. Να μην αφήνεσαι, να κρατάς το σχοινί, να μην το αφήνεις.
Σχοινί που σε δένει με τα παλιά δεν είναι μίτος. Θηλιά είναι. Αγχόνη με αφή νόστου.
Γιατί αν εσύ κρατιέσαι, οι άλλοι θα προχωρήσουν. Θα κοιτάξουν στη Λήθη.
Δρόμο θα βρουν, διέξοδο από τις μέρες τις παλιές.
Με το κοντό σου παντελόνι, το στεγνωμένο δάκρυ στο μάγουλο, που απάνω του λάσπη και αδιαφορία,
θυμάσαι.
Δε θα ξεχάσεις τίποτα. Θα μείνεις εκεί όρθιος και μόνος.
Όταν οι άλλοι θα πανηγυρίσουν ξανά, όταν οι μνήμες σκόνη, κουρνιαχτό, σηκωθούν ψηλά και χαθούν στο μαύρο ορίζοντα,
εσύ θα είσαι μια τελεία, πίσω, μακρυά, γαντζωμένη σ'αυτές τις μνήμες, ουρλιάζοντας : Δεν είμαι χρυσόψαρο!
Κι όμως. Θα έπρεπε να ησυχάσεις, να αλαφρώσεις κρίματα και σταυρούς. Κι εσύ δρόμο θες,
όχι σε τοίχο θανατοποινίτη βλέμμα παγωμένο.
Η μάνα η νεκρή, του αδερφού το αίμα, πήζουν στο μυαλό σου. Να 'ναι δέκα, είκοσι χρόνια. Αιώνες, θάνατοι στέκουν στο διάβα σου. Να ΄χες άραγες επιλογή; Να 'χες θεό που σε βόλεψε στα αλησμόνητα;
Η πατρίδα, θολή ματιά κι ένα σύνθημα με μπογιά καρφώνει την ψυχή.
Δε γιάνεται ο θυμός, με θυμό και λύσσα. Μίλα! Πόνεσε! Άφησε!
Είπε στον εαυτό του, τώρα που μεγάλωσε. Έφτασε στο άκρο, βλέπει τώρα. Ίσως να ήταν ήδη ξεχασμένα, αλλά όχι περασμένα.
Τίποτα δε θα περάσει. Όσο εσύ θα με κοιτάζεις.
(Εν οίδα, Κύπρος-Ελλάδα-Μέλλον)
(Το όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους είναι ο καταληκτικός στίχος του Αναγνωστάκη στο "Μιλώ")
Σχοινί που σε δένει με τα παλιά δεν είναι μίτος. Θηλιά είναι. Αγχόνη με αφή νόστου.
Γιατί αν εσύ κρατιέσαι, οι άλλοι θα προχωρήσουν. Θα κοιτάξουν στη Λήθη.
Δρόμο θα βρουν, διέξοδο από τις μέρες τις παλιές.
Με το κοντό σου παντελόνι, το στεγνωμένο δάκρυ στο μάγουλο, που απάνω του λάσπη και αδιαφορία,
θυμάσαι.
Δε θα ξεχάσεις τίποτα. Θα μείνεις εκεί όρθιος και μόνος.
Όταν οι άλλοι θα πανηγυρίσουν ξανά, όταν οι μνήμες σκόνη, κουρνιαχτό, σηκωθούν ψηλά και χαθούν στο μαύρο ορίζοντα,
εσύ θα είσαι μια τελεία, πίσω, μακρυά, γαντζωμένη σ'αυτές τις μνήμες, ουρλιάζοντας : Δεν είμαι χρυσόψαρο!
Κι όμως. Θα έπρεπε να ησυχάσεις, να αλαφρώσεις κρίματα και σταυρούς. Κι εσύ δρόμο θες,
όχι σε τοίχο θανατοποινίτη βλέμμα παγωμένο.
Η μάνα η νεκρή, του αδερφού το αίμα, πήζουν στο μυαλό σου. Να 'ναι δέκα, είκοσι χρόνια. Αιώνες, θάνατοι στέκουν στο διάβα σου. Να ΄χες άραγες επιλογή; Να 'χες θεό που σε βόλεψε στα αλησμόνητα;
Η πατρίδα, θολή ματιά κι ένα σύνθημα με μπογιά καρφώνει την ψυχή.
Δε γιάνεται ο θυμός, με θυμό και λύσσα. Μίλα! Πόνεσε! Άφησε!
Είπε στον εαυτό του, τώρα που μεγάλωσε. Έφτασε στο άκρο, βλέπει τώρα. Ίσως να ήταν ήδη ξεχασμένα, αλλά όχι περασμένα.
Τίποτα δε θα περάσει. Όσο εσύ θα με κοιτάζεις.
(Εν οίδα, Κύπρος-Ελλάδα-Μέλλον)
(Το όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους είναι ο καταληκτικός στίχος του Αναγνωστάκη στο "Μιλώ")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου