Το βιβλίο το μετέφρασε μια φίλη, η Λητώ Σεϊζάνη, που μου το πρότεινε κιόλας.
(αντιγράφω από Καθημερινή, ως ορεκτικό, να μπούμε λιγάκι στο νόημα και μετά να μπουκάρει η κυρίως ανάλυση)
Η ιστορία αρχίζει σε μια παραλία, μια μουντή ημέρα στο τέλος του καλοκαιριού. Ενας άντρας, ο Πιέτρο, σώζει από βέβαιο πνιγμό μια γυναίκα, μπροστά στα μάτια του συζύγου της που την παρακολουθεί φοβισμένος να παρασύρεται από το βουβό κύμα και προσπαθεί να αποτρέψει τον αυτόκλητο ναυαγοσώστη από την απερισκεψία του. Ο Πιέτρο στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι του, όπου καταρρέει όταν αντικρίζει τη δική του γυναίκα πεσμένη νεκρή στην αυλή. Το φθινόπωρο έρχεται με βαριά σύννεφα στη ζωή του Πιέτρο, που συν τοις άλλοις έχει και προβλήματα στη δουλειά του. (Το κινηματογραφικό στούντιο, στο οποίο είναι υψηλό στέλεχος, πρόκειται να συγχωνευτεί με μια χολιγουντιανή εταιρεία.) Ομως, τίποτα δεν φαίνεται να τον απασχολεί καθώς έχει βρει καταφύγιο στη σχέση του με τη δεκάχρονη κόρη του, την Κλαούντια.
Αυτά φαίνονται επιφανειακά, επιδερμικά που λένε. Το χάος έρχεται από το βάθος, από τα έγκατα, από την προϊστορία του ανθρώπου, από τη βαθειά του φύση. Πώς καταφέρνει όμως τέτοια πολύπλοκη διεργασία να παραμένει ήρεμη;
Το βιβλίο το παρέλαβα ταχυδρομικώς 20/10 και αμέσως μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον (ήδη προκατειλημμένος λόγω ronsar). Θες από το εξώφυλλο, θες από το trailer της ταινίας, σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου «έβλεπα» στον ήρωα τη φάτσα του Νάνι Μορέτι κι αυτό, η αλήθεια, βοήθησε κάπως να «καταδυθώ» στο ψυχισμό του τύπου με το ήρεμο χάος.
Ο άνθρωπος με το περίεργα τραγικό συμβάν στη ζωή του. Η απώλεια, η αδυναμία «χώνεψης» του γεγονότος, η σαστιμάρα μπροστά στο κενό, η αμηχανία. Όλα αυτά, πολύ συχνά σε καθένα από μας, του λεγόμενους ανθρώπους Δυτικών προτύπων (ή στερεοτύπων), τους φιμωμένους συναισθηματικά, τους αδύναμους να εκτονώσουμε οργή , τους ανήμπορους να εκραγούμε και να κάνουμε reset. Από αυτήν την σίγαση των αισθημάτων προκύπτει όλο το έργο, όλη η χαώδης πλοκή. Πλοκή χωρίς πλοκή δηλαδή. Εσωτερική πλοκή κυρίως, αλλά και εξωτερική, κοινωνική, σε πολύ στενό χώρο όμως, ιδιαίτερα ακινητική και στατική.
Μια τυχαία απόφαση, η παραμονή (αναμονή) στο παγκάκι. Το παιδί, η κόρη συγκεκριμένα, σανίδα σωτηρίας, δικαιολογία και πρόφαση, ώστε να ξεκαθαρίσει μέσα του το λόγο για τον οποίο δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει τι πρέπει να κάνει. Η κόρη η ίδια δείχνει να μιμείται αυτήν την α-μηχανία, την α-πραξία, την α-ταραξία, την αίσθηση ότι δεν άλλαξε κάτι, ότι όλα συνεχίζουν. Με όποιο τρόπο. Η σχέση πατέρα-παιδιού κλονίζεται, χωρίς να φαίνεται και αναδομείται, πάλι χωρίς να φαίνεται. Η λανθανόντως εξελισσόμενη ωριμότητα του μικρού κοριτσιού αρχικά παραξενεύει τον πατέρα, που αργότερα εντρυφεί στην εξ’αποστάσεως (κυριολεκτικά) μη-δράση, όσον αφορά την προσαρμογή της κόρης στις νέες συνθήκες. Η σχέση της με το θείο, που συγκεντρώνει αυτά που δεν έχει ο μπαμπάς, της προσφέρει την απαραίτητη για κάθε έφηβο ελευθερία και ουσιαστικά αναρχία. Η ζήλεια του (κάθε) μπαμπά φυσιολογική. Κάποιος πρέπει να είναι κι ο κακός, αυτός που θα λέει τα ΟΧΙ, αυτός που πρέπει να πατάει το φρένο σε μια ενδεχόμενη κατηφόρα. Συντηρητικό δεν ακούγεται;;
Στο παγκάκι, που λειτουργεί για τον ήρωα ως καναπές ψυχοθεραπείας, όχι δικής του, αλλά όλων των άλλων, διαδραματίζονται καθημερινά, δράματα ρουτίνας. Η μάνα με το παιδάκι με το σύνδρομο Down, η κοπέλα με το σκύλο και τη βόλτα του, ο Ρωμαίος με τη μακαρονάδα και τη μετακόμιση. Η αδερφή (πρώην ερωμένη) της αποθανούσης συζύγου με τις αισθηματικές αποτυχίες, την απουσία συζύγου και τα (αν-)επιθυμητά παιδιά, προσπαθεί να φορτώσει τις τύψεις της και τις αμφιβολίες για τη σχέση του ήρωα με την αδερφή της. Οι συνάδελφοι, ένας-ένας, περνούν, εκφορτώνουν, τάχα ότι τον παρηγορούν, ουσιαστικά τον χρησιμοποιούν ως «γείωση» των δικών τους εκρήξεων και ανησυχιών. Συμβαίνει σε αρκετούς, να θέλουν να βγάζουν τα εσώψυχά τους, εκμεταλλευόμενοι όχι μια δική τους λύπη, αλλά κυρίως μια στενοχώρια του άλλου. Ίσως τους είναι πιο εύκολο, να αποστασιοποιηθούν μέσω της ξένης εμπειρίας κι έτσι να δουν τα δικά τους χάλια, να τα αναγνωρίσουν και να τα αναθεωρήσουν. Ποιος δεν έχει πάει σε κηδεία και δεν έχει αναρωτηθεί εάν ο τύπος που σπαράζει στο κλάμα λίγο πιο πέρα, εάν πράγματι κλαίει τον τεθνεώτα ή τη δική του «πεθαμένη» ζωή;;
Η επαφή με τη γυναίκα (που έσωσε και παραλίγο να τον πνίξει) ίσως λειτουργεί ως σεξουαλική υπερ-εκτόνωση προσωρινά, διακινδυνεύοντας τη σχέση με το παιδί του, αλλά μπόρεσε και να του δείξει την απόλυτη φαλλική-πρωκτική-φροϋδική του εγκεφαλική συνδεσμολογία (Άντρες!! Είμαστε τόσο προφανείς…..κάτω από τη μέση!!). Θα μπορούσε να την είχε στραγγαλίσει, να την πνίξει όπως παραλίγο να το κάνει η ίδια, θα μπορούσε να την εκδικηθεί για το θάνατο της γυναίκας του. Όμως επιλέγει να τη βοηθήσει να απαλλαχτεί από ένα βαρίδιο (το δικό της σύζυγο) και να αισθανθεί (ξέρω γω) κυρίαρχο αρσενικό, ναι, σωστά, κυρίαρχο στις ορμές και στη δυναμική του (κάθε) άντρα, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;;
Στα τελευταία κεφάλαια δοκιμάζεται και η σχέση του με την Εξουσία. Την οικονομική, την πολιτικοκοινωνική, αλλά ουσιαστικά την ψυχολογική εξουσία, την παρασκηνιακή. Έχει την ευκαιρία να ελέγξει την ιντριγκαδόρικη του ικανότητα και την δύναμη του στα ΟΧΙ, τώρα πλέον και στους ανώτερους του. Ο Εβραίος μεγαλοκαρχαρίας, με την προσωπική αποτυχία και το βάρος μιας Φυλής στους ώμους του, του εξομολογείται. Ο Ευρωπαίος στον αντίποδα, δεν μπορεί να --rise up to the occasion-- (πώς μεταφράζεται αυτό ρε Λητώ;;), αα ναι, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η αδυναμία της κορυφής, η αχίλλειος πτέρνα κάθε απάνθρωπου γίγαντα, που θεωρεί ότι έχει ξεφύγει από τις μικρονοϊκές ασημαντότητες, βρίσκει τον Τοίχο στο Όχι του ήρωά μας. Τοίχο σαν αυτόν που ύψωσαν γύρω του οι άλλοι, σαν τον τοίχο των Pink Floyd, αν και εδώ παίζουν οι Radiohead (εμ πέρασαν και τα χρόνια…). Τον τοίχο αυτό, της φιλοδοξίας, της υπερφίαλης εξουσίας, της αλλαζονικής απληστίας, για σκάφη, πολυτέλεια, χλιδή, τον γκρεμίζει με ένα απλό, απλούστατο «Όχι, δε θα σου πω τι μου είπε ο Εβραίος».
Και φτάνουμε σε μια ιδιότυπη κάθαρση, όχι αρχαιοελληνική. Εκεί που λες δεν μπορεί κάποια στιγμή θα ξεσπάσουν πατέρας και κόρη και θα κλαίνε μέχρι Δευτέρας Παρουσίας, η καθημερινότητα, η απλότητα στις κοινωνικές σχέσεις δίνει μια (τη μοναδική;) λύση. Το κορίτσι εξηγεί στον πατέρα ότι πλέον είναι μέλος της κοινωνίας και δεν έχει ανάγκη τη δική του φυσαλλίδα, αλλά επιλέγει τη συμβατικότητα του κοινωνικού ιστού ως προστασία. Το να ανήκει στην ομάδα, το να μην ξεχωρίζει τόσο ώστε να μπορεί κάποιος να σε κοροϊδέψει, να σε γελοιοποιήσει είναι ουσιαστικά η λύτρωση και του ίδιου του πατέρα.
Κάνουμε πράγματα για τους άλλους, ας πούμε για τα παιδιά μας, αισθανόμενοι ότι γνωρίζουμε τις προτιμήσεις τους, τι περιμένουν από μας. Η ψευδαίσθηση ότι η γονιδιακή συνέχεια εξασφαλίζει και την πνευματική συγ-κοινωνία μας βουλιάζει σε εγωιστικές συμπεριφορές. Κι όταν αυτές αποκαλύπτονται ή ξεπερνιώνται από τα σημερινά δεδομένα, τότε φαινόμαστε ως δημιουργοί του ίδιου αυτού χάσματος που παλεύουμε να γεφυρώσουμε.
Οι σύγχρονοι, μοντέρνοι γονείς, με την αίσθηση της υπερ-γνώσης, της υπερ-τεχνολογίας, της υπερ-κοινωνικότητας, παλεύουν σαν τον ήρωα-Πιέτρο σε κύματα ψυχικής τρικυμίας, να βγάλουν το παιδί στη στεριά, σώο και αβλαβές. Όμως οι ρόλοι αναδιανεμήθηκαν. Ο ήρωας δεν είναι απαραίτητα και ο «Ήρωας», μπορεί να πρέπει να είναι απλώς κομπάρσος, απλός παρατηρητής στην τρεχάλα που επιδίδονται οι σημερινοί 15άρηδες. Μπορεί και τελικά αυτοί να έχουν τον κωδικό που θα ξεκλειδώνει το modus vivendi του 2020-2030-2040.
Το χάος και η πολυπλοκότητα (α ρε Mandelbrot, τι μας έκανες!) δεν είναι απλές λεξούλες, εγγράματες αναπαραστάσεις του Δημιουργού. Είναι η βαθειά συναίσθηση της μη-γραμμικότητας, του κυρίαρχου στοιχείου της φύσης. Με απλά λόγια, τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται, τίποτε δεν έρχεται επειδή το περιμένεις και επίσης δεν υπάρχει ευθεία γραμμή (ή οδός). Οι ανθρώπινες φύσεις, τόσο όμοιες και τόσο διαφορετικές, σαν τα fractals των θεωριών, η αλληλεπίδραση μεταξύ τους, οι κοινωνικές σχέσεις διέπονται από χαώδεις δυνάμεις, που άμα τις δεις από κοντά, άμα τις αισθανθείς δίπλα σου είναι εκκωφαντικές, εκρηκτικές, κολοσσιαίες, κοσμογονικά big-bang.
Αν όμως τις δεις από μια μακρινή απόσταση, από μια γωνία, ας πούμε από ένα παγκάκι, τότε ξαφνικά μεταμορφώνονται, γίνονται αρμονικές και συγκροτημένες, έχουν αυτοοργανωθεί, αποκτούν μια Ηρεμία, μια εντελέχεια και μια αυτονόητη Ουσία.
Λες να είναι η Νιρβάνα του οπίου, που ρούφηξε ο Πιέτρο στη σελ.259;;; Λες να μ’επιασε και μένα;;
Υ.Σ. Η μετάφραση πιστεύω ότι βοήθησε πολύ στο να βγουν όλα τα παραπάνω. Ήταν σίγουρα πολύ δύσκολη υπόθεση, με συνεχείς καταιγισμούς σκέψεων και ενδοσκοπήσεων. Ιταλικά δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι το ταμπεραμέντο της φυλής έβαλε κι εδώ το χέρι του…Εξάλλου οι μεταφράσεις είναι σαν τις γυναίκες, έτσι δε λένε;; Οι ωραίες δεν είναι πιστές και οι πιστές δεν είναι ωραίες!!
Υ.Σ2. Το βιβλίο θα έπρεπε να το είχε γράψει Σαλονικιός και να το ονόμαζε "Χάος;; Χαλαράάά!!". Αλλά χάλασαν κι αυτοί πλέον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου