Στο δρόμο. Πουλί μονάχο.
Σα χαμένο, στον τοίχο στριμωγμένο.
Κοιτάζει, τρομάζει, αλλά δεν πετά.
Απορεί ίσως που δεν το σκοτώνουν.
Καλύτερα θα'ταν. Λύπηση προκαλεί,
ανήμπορο έτσι που'ναι.
Παλιά θα ήταν καρδερίνα με ρωμαλέα φωνή.
Ή ίσως σουσουράδα με όρεξη για παιχνίδια.
Τώρα μαγκωμένο, σφιγμένο και σκυφτό,
βαδίζει στο χαμό του.
Κι αν είχε κάποια ελπίδα να σωθεί,
δεν υπάρχει ούτε κλαδί ούτε τροφή
Παιδιά θα 'φύγαν, ταίρι δεν υπάρχει.
Μόνο κρύο. Παγερό κρύο και φόβος.
Οι ξένοι που κοιτούν δεν το φοβίζουν.
Τον εαυτό του μόνο φοβάται. Τον φοβάται και τον λυπάται.
Σκληρό από μέσα, μα απ'έξω ευάλωτο.
Ανηφορίζει το δρόμο του πάντως, πίσω δεν κοιτά.
Μονάχα καμιά πλάγια ματιά ρίχνει
μήπως κάποιος τον καλέσει, κάποιος
του δώσει τη σημασία που ζητά.
Μάλλον όμως είναι αργά. Μάλλον το γεράκι ψηλά το γλυκοκοιτά.
Κι αν γλυτώσει από αυτό, οι γάτες νηστικές και πρόθυμες, θα το λυτρώσουν.
Ας είναι.
Τροφή στις ελπίδες των άλλων,
ας γίνουν όσοι δεν μπόρεσαν να υποκύψουν συνειδητά......
Υποσημ: Το φτωχοπούλι αυτό το βρήκαμε με τα παιδιά, όπως ανεβαίναμε το δρόμο μας. Μπορεί να 'ταν ετοιμοθάνατο, μπορεί κατάκοπο, μπορεί από το κρύο μουδιασμένο. Ούτε πετούσε, ούτε στεκόταν. Προχωρούσε και κοιτούσε κλεφτά προς τα μας, μήπως του ορμήσουμε ή μήπως του πετάξουμε τίποτα για φαϊ. Εμείς βέβαια σαν γνήσιοι αδιάφοροι άνθρωποι, δεν κάναμε τίποτα από τα δύο. Το φωτογραφήσαμε και σηκωθήκαμε και φύγαμε.....
Αυτό το πουλί σήμερα είσαι εσύ, αύριο θα είμαι εγώ. Αυτή θα είναι η μοίρα μας;;;
Αν είναι έτσι, καλύτερα μια κι έξω.................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου