Εγώ κι ο Μιχάλης, ο άλλος Μιχάλης, ο Μίκης.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ξεκίνησε πρώτο, θα κάνω την υπόθεση, ότι ξεκίνησε με τον πρώτο δάσκαλο στη μουσική, τον Κυριάκο Τσομπανόπουλο. Και στο ακορντεόν.
Μας έδινε τις νότες, σε μένα και στην αδελφή μου, να μελετήσουμε. Ένα από τα πρώτα κομμάτια ήταν το "της αγάπης αίματα". Μία μείζονα, μια ελάσσονα συγχορδία, επανάληψη, τρία τέταρτα. Απλή μελωδία. Και επιβλητική. Και μετά ο στίχος, της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν!! Πόσο να ήμουν; 12-13χρ; Τι καταλάβαινα; Αλλά τα θυμάμαι! Και τ τη μουσικότητα στο άκουσμα. Τραγούδια, έλεγα. Πού να ήξερα;
Κάπου στο '84 ή το '85, γυρίζουμε με το χορευτικό από τη Γαλλία και παίζουμε το γνωστό παιχνίδι με τους τίτλους ταινιών ή τραγουδιών. Και κάποιος περιγράφει κάθε ταξιδιώτη/χορευτή με ένα αντιπροσωπευτικό τίτλο. Εμένα με ονοματισαν "το γελαστό παιδί". Το τραγούδι το ήξερα, το έπαιζα εννοείται στο όργανο και μου άρεσε. Το χαζοχαρούμενο παιδί. Όλο γελάει αυτός, έλεγαν. (Μετά από 35 χρόνια,ακριβώς το ίδιο θα πει κι ένας μαλάκας ΟΑ στη Βαυαρία μια μέρα, συμπληρώνοντας "δε θα έχει καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης" θα του έριχνα μια μπουνιά, αλλά σεβάστηκα και το χώρο και την ηλικία του)
Ξανά στο θέμα, γιατί θα χαθούμε πάλι. Α ναι, Χάθηκα. Γιατί δεν είχα τα φτερά. Και το λιμάνι είναι μικρό. Το άκουσα μια μέρα στο ραδιόφωνο. Το τραγουδούσε ο ίδιος. Αλλά δεν ήξερα ποιος είναι ο τραγουδιστής. Ρωτάω τη μαμά μου στην κουζίνα. Ούτε αυτή ήξερε ποιος τραγουδούσε, μου λέει: "ποιος να'ναι; ο Μπιθικώτσης πάντως δεν είναι"!!!!
Τρίτο Γυμνάσιο. Γιορτές 17 Νοέμβρη, της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ. Κάποιος είπε Άξιον εστί. ΟΚ, πάλι εγώ χαμπάρι δεν είχα. Ρώτησα και τον πατέρα μου το βράδυ (αιώνες πίσω, προ-Google εποχή!),, με αγριοκοιταξε "ποιος στα μαθαίνει αυτά;" Δε θυμάμαι να είπε "αυτά τα κομμουνιστικά". Ίσως να το είπε,ίσως κι όχι .
Χορευτικό πάλι.
Ο Μίλτος με το μπουζούκι και το μούσι. Στις πρόβες του Σαββάτου παίζαμε ζωντανά, όταν ήταν να κάνουμε "επισκέψεις" στα ξενοδοχεία της Παραλίας και του Λιτοχώρου, για το λαϊκό φολκλόρ. Πήγαιναν μερικοί χορευτές, συνήθως δύο ζευγάρια, με 4-5 στολές, Μακεδονίας, Στερεά/Πελοπόννησο και Κρήτη. Και φυσικά λαϊκά. Άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι ή μαύρη φούστα. 2/4, αργό χασάπικο, ο χορός του Σάκαινα. Αλλά πολλές φορές και "οι Μοιραίοι" ή το "Περιγιάλι". "Θεοδωράκης", -μου λέει-μικρέ. Ξέρεις τι είναι ο Θεοδωράκης;" "Ξέρω" λέω εγώ. "Αυτός που έγραψε το Της Αγάπης Αίματα, ωραίο τραγούδι!". Γέλασε και με κορόϊδεψε "Ωραίο τραγούδι, λέει! Πάμε να κάνουμε πρόβα τώρα τη Μαργαρίτα-Μαργαρώ για να χορέψουν τα βλαμμένα χασαποσερβικο".
Ο Πέτρος, της θείας Ελευθερίας. Λαϊκός, τακιμι με τον πατέρα μου, σε ότι αφορά τα μπουζούκια, Μενιδιάτης κτλ, να μην τα ξαναλέμε. Έπαιζε όμως και φλάουτο στη φιλαρμονική της Κατερίνης. Διάβαζε νότες πρίμα βιστα. Μια μέρα μου λέει: το ξέρεις το κομμάτι Του μικρού βοριά; "Του ποιού" ρώτησα. "Του Μίκη". Σα βλάκας που ήμουν, κατάλαβα, "του Μίκη του Βοριά". Ρώτησα πάλι "ο Μίκης ο Βοριάς είναι αυτός που λένε ο Θεοδωράκης;". Γέλασε και μου είπε, "πάνε ρώτα τον παππού σου, ποιος είναι αυτός ο Θεοδωράκης"!!
Κι έτσι φτάσαμε στον παππού το Μήτσο. Τα έχω ξαναπεί, μην τα ξαναλέμε. Πες μου παππού, πες μου παππού!!! (Αναφορά στον Άκη Πάνου, για τους μη γνωρίζοντες!) Το ρώτησα και άρχισε να μου λέει για τα κόμματα, για τη Μακρόνησο, για τον Καραμανλή, για τα λαϊκά δικαστήρια. "Μασάλια". Έτσι τελείωνε συχνά την κουβέντα. Δεν πολυκατάλαβα, δεν είπε τίποτα για τη μουσική του. Οπότε κι εγώ δεν ξαναρωτησα.
Ήρθε το Λύκειο (ή πήγα εγώ στο Λύκειο;) Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, Πασοκοφωλιά στη μεγάλη Πασοκική Δόξα. Μπορεί να φανταστεί κανείς τι είδους και τι μεγέθους ήταν οι γιορτές της 17 Νοέμβρη. Μιλάμε για υπερπαραγωγές. Χορωδίες από δω, ορχήστρες από κει, το αγόρι στη μια γωνιά της σκηνής να φωνάζει "Μαρία από τη Σπάρτη" το κορίτσι από την άλλη γωνία "Ορεστηηηη από το Βόλο". Θεατρικά. Στο "Πάλης ξεκίνημα" είχε σηκωθεί όλο το καθηγηταριό και χτυπούσε παλαμάκια. Οι πρώτοι νεκροί. Εγώ "έβγαινα" στο ένα το χελιδόνι, κτλ κτλ, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλεια πολλή. Δε θυμάμαι ποιος έπαιζε κιθάρα, πάντως κάποιος μαλάκας ήταν, που είτε έπαιζε έξω από το Ρυθμό είτε λάθος ακκορντα. Και δεν καταλάβαινε που τον κοιτούσα. Χαϊβάνι!! Και απήγγειλε κιόλας και τα θεμέλια μου στα βουνά και είπε ο βλάκας "Μνήμη του λαού μου σε λένε Αθώ!!!" Όπως το αθώο. Πίσω στο Θεοδωράκη πάλι.
Ο Χάρης. Περασαμε πλέον στο Διαφωτισμό. Ή στη Διαφώτιση, αν προτιμά κανείς. Προβάραμε το πρόγραμμα, πριν την έναρξη του Ορφέα και ενδιάμεσα προετοιμαζόμασταν για τη συναυλία στο Βερολίνο. Πηγαίναμε εγώ κι ο Αλέξης στο Βατανι, εκεί που έμενε ο Χάρης και είχε το στούντιο του. Κι ακούγαμε δίσκους. Τότε ήταν που θα πήγαινε ο Χάρης ως πρώτο μπουζούκι σε δύο συναυλίες του Μίκη, μια στην Έφεσο (της Τουρκίας) και μια στη Λευκωσία, νομίζω. Και μας έλεγε: όταν μιλάμε για προσφορά ή για πρωτοπορία σκεφτείτε μόνο ότι αυτός μελοποιούσε στίχους "Σκίσε γλυκά τον έλατο και παρ'του το ρετσίνι" την ίδια ώρα, που όλη η Ελλάδα άκουγε "Μα είναι φτωχό το καπηλειό και βερεσέ δε δίνει"!!!. Εμένα μου άρεσε που έκανε και ρίμα!
Ρασούλης. Σε κάποια πρόβα, το '92 φθινόπωρο, θα γίνονταν μια εκδήλωση για το Μανώλη Ρασούλη. Ο Χάρης τον κάλεσε στο σπίτι του και ήμουν εγώ κι ο Δημήτρης, ο επονομαζόμενος Φάμπας. Μεταξύ ξηροσπορίων και τσιπουρων, έλεγε ο Ρασούλης ιστορίες για το πώς μια μέρα πήγε να τον πατήσει με το αυτοκίνητο ο Μίκης. Ή για τις πόζες του Μίκη στα εξώφυλλα, σαν αρχαίος Έλληνας θεός, σαν Δίας και Ποσειδώνας.
Κάποια στιγμή, αποφράδα μέρα που λένε, γνωρίζω τη μέλλουσα γυναίκα μου. Το πρώτο ραντεβού που της προτείνω ήταν στη συναυλία για τη διάσωση του ιστορικού αρχείου του ΚΚΕ. Είχε παίξει στο Παλε ντε Σπορ τη Ρωμιοσύνη και αποσπάσματα από την τρίτη συμφωνία του. Ήταν η δεύτερη φορά που τον έβλεπα ζωντανά. Είχα πάει και στα παρασκήνια για να τον ευχαριστήσω. Αλλά μόνο από μακρυά φώναξα κάτι...
Την πρώτη ξέχασα να την αναφέρω. Ήταν στο θέατρο Ευκαρπιδη. Είχε έρθει με την Ορχήστρα χρωμάτων, νομίζω. Τότε που "όργωναν" την Ελλάδα, από χωρίον εις χωρίον, με το Χατζιδάκι μαζί, "για την επανεκκίνηση του πολιτισμού", έγραφαν. Δε θυμάμαι πολλά από κείνη τη συναυλία. Με τη μαμά μου πρέπει να είχαμε πάει.
Ξανά στο 1995. Γενέθλια Αποστολίδη Παναγιώτη. Δώρο για τα 50 του, του κάνω την Πολιτεία. Και με το που παίρνει το δίσκο στα χέρια, αρχίζει να δακρύζει και να μου λέει για τη σχέση του με το Μίκη, πώς το γνώρισε όταν ήταν αρχηγός των Λαμπράκηδων, πώς τους ενέπνευσε πολιτικά. Ο Παναγιώτης τρελαίνονταν για το Μαουτχάουζεν, έλεγε και ξαναλεγε τους στίχους του Αντώνη "κι αν είσαι άντρας έλα δω, στο μαρμαρένιο αλώνι".
Έρχομαι στη Γερμανία και το 2013 καλοκαίρι, ακούω στο Alzenau το Canto General. Κοιτάω γύρω μου και βλέπω παππουδια και γιαγιουλες να έχουν τις παρτιτούρες από το Vienen los Pajaros. Ουδείς προφήτης στον τόπο του.
Κάπου να κλείσω τα βιωματικά μου.
Ο άνθρωπος έφτιαξε το μύθο του, όντας ζωντανός. Ήταν εν ζωή, όταν θεοποιήθηκε. Έζησε και την Αποκαθήλωση του. Δημιουργός. Πήρε μαζί του, στους ώμους του μια γενιά, δύο γενιές, δέκα γενιές. Δεν έγραψε Ιστορία, έγινε η ιστορία που έγραψαν οι άλλοι. Δεν έβλεπε το έργο, δε συμμετείχε στο έργο. Ήταν ο ίδιος το έργο, η υπόθεση, η εξέλιξη, η μουσική υπόκρουση (εννοείται!). Δεν άφησε να στιγματιστεί από κανέναν, δεν μπήκε σε νόρμες, δε χαρίστηκε σε κόμματα και ιδεολογίες. Δε χάρισε σε κανέναν τις απόψεις του, δεν παρέδωσε αμαχητί τίποτα. Χτυπήθηκε στο σώμα, στο μυαλό, στην ηθική, στις ιδέες του, στην ίδια τη δημιουργική του υπόσταση. Τον ειρωνεύτηκαν, προσπάθησαν να τον ευτελισουν, να το μηδενίσουν, να το βάλουν στην άκρη ως απολίθωμα. Να τον κοντύνουν, να του κόψουν το ανάστημα. Οι ίδιοι άνθρωποι, που τώρα στην κηδεία θα πουν τα μεγάλα λόγια γι'αυτόν. ΟΚ αυτό το τελευταίο, ίσως να είναι λίγο υπερβολή. Παραβλεψτε το!
Αυτόν που είχε συνομιλητές από Ντε Γκωλ και Ζισκάρ Ντ'εστεν, μέχρι Μπρέζνιεφ και Κένεντυ. Ο Φιντέλ τον αγκαλιάζει και λέει στις κάμερες, ένας επαναστάτης καλλιτέχνης. Για να βγει από τη φυλακή, υπέγραψαν ο Χάρολντ Πίντερ κι ο Λώρενς Ολιβιέ. Τον τραγούδησαν οι Beatles και η Piaf. Τον ξέρουν και τον θαυμάζουν ο Πατσίνο και ο Άντονυ Κουίν. Ο Πέρκινς μετά τη Φαίδρα του γράφει διθυράμβους στα έντυπα στις ΗΠΑ. Ο Άρθουρ Μίλλερ και η Μονρό ψάχνουν να το βρουν στα ξενοδοχεία της νέας Υόρκης για να του μιλήσουν.
Λέω να σταματήσω εδώ. Όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Τα ξέρουν αυτοί που τα ξέρουν.
Εγώ ήθελα απλά να θυμηθώ τι βγήκε από μέσα μου με το που άκουσα για το θάνατο του Μίκη. Η μουσική του και η ποίηση των άλλων.
Γιατί είμαι πάντα μόνος
Και θα 'μαι πάντα μόνος.