Δύο αδέρφια σε παραθέριση στο χωριό, τέλη της επταετίας. Η παιδική ματιά στο καλοκαίρι του '74, με τη χούντα να πνέει τα λοίσθια, αλλά όχι πριν ολοκληρώσει το έγκλημα. Η επιστράτευση και ο σύντομος πόλεμος, ειδομένα μέσα από τα μάτια του Νικόλα. Το παιδάκι, που γυρνάει με το ποδηλάτο και παλεύει να συναγωνιστεί τον "τοπικό άρχοντα", το Ζαφείρη, που ωριμάζει ξαφνικά σε ένα μήνα, που εκτινάζεται από τα "Μπλεκ" και το "κρυφτοκούτι" στους ενήλικους προβληματισμούς για ρουφιάνους και εξόριστους, για το θάνατο στον πόλεμο, για ψευτοαντρισμούς και πονηρά ερωτικά βλέμματα. Κι όλα αυτά στην ατμόσφαιρα της υπαίθρου, όπου όλα φαίνονται πιο βουκολικά, πιο αγνά, λιγότερο αιχμηρά από το περιβάλλον της πόλης, εκεί που οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα στριγκλιάζουν.
Ο Ζουργός βάζει την αυτοβιογραφική του πένα μπροστάρη, να το βγάλει ασπροπρόσωπο στα δύσκολα.
Στις αναμνήσεις, στα παιδικά ή καλύτερα στα παιδο-αντρικά σκιρτήματα, στα τσαμπουκαλίκια εκείνων των δεκαετιών, στις σκέψεις που χάνεται ο κόσμος (ο παιδικός) και ανοίγεται από κάτω ένας άλλος, αυτός των μεγάλων, με τα μακριά παντελόνια και τις μακριά προβλήματα. Ο συγγραφέας όμως δε γίνεται ρετρό, ούτε αντιμετωπίζει την περίοδο εκείνη με ψευτονοσταλγίες, «και καλά» να έρχονταν τα χρόνια πίσω, να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές. Όχι! Θυμίζει όμως μια εποχή που τα παιδιά πάλευαν με μια μυτούλα, που κλωτσούσαν κουτιά, που στέκονταν με το ένα πόδι στο παιδικό και με το άλλο στην εφηβεία, με το ένα στο ’60 και το άλλο στο ’70, με το ένα στο χωριό και με το άλλο στην πόλη, με το ένα στον κασμά και το άλλο στην πένα, με το ένα στον πατέρα και με το άλλο στη μάνα.
Τα παιδιά μεγάλωσαν, δεν ξέχασαν. Αντρώθηκαν αλλά δεν έχασαν το παιδί. Κάπου εκεί ακόμα θα κλωτσάει το κρυφτοκούτι ή θα ψάχνει με φακό στα νεκροταφεία τον αναδυόμενο αντρισμό του. Τα Λεωφορεία του ΚΤΕΛ μας γυρνάνε-θέλοντας και μη- πίσω. Το εισιτήριο ήταν με επιστροφή…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου