Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Μια φανταστική ιστορία

Ας πούμε και μια φανταστική ιστορία, από αυτές που δε γίνονται, από αυτές τις ψεύτικες, τις εξωφρενικές, τις αναληθείς, που δεν έλαβαν ποτέ χώρα.
Ας φανταστούμε ένα Δημόσιο Οργανισμό, π.χ. ένα Νοσοκομείο, ναι, ένα Νοσοκομείο, ας φανταστούμε λοιπόν ένα κάποιο νοσοκομείο σε μια πόλη. Εκεί λοιπόν μπορεί να δούλευε διευθύντρια ενός φαρμακείου μια καλή κυρία, ξανθιά και χαρωπή. Η οποία έκανε κουμάντο καλό, έλυνε κι έδενε, κάθε μέρα μιλούσε με τους γιατρούς, διευθυντές άλλων τμημάτων, κανόνιζε με ιδιαίτερο τρόπο τις προμήθειες των φαρμάκων, σε συνεννόηση με τους φαρμακευτικούς αντιπροσώπους και φυσικά και κάποιους, όχι όλους βέβαια, αλλά σίγουρα αρκετούς καλούς γιατρούς, που για το καλό των ασθενών-πάνω απ'όλα-επέλεγαν το τάδε κι όχι το δείνα φάρμακο. Το αζημίωτο μιλημένο ξηγημένο κι αδήλωτο. Ούτε του παπά.
Η δουλειά καλά στημένη, τα συγκεκριμένα φάρμακα παραγγέλνονταν, στοκάρονταν σε μια γωνιά, μέναν στις κούτες, μπορεί και να έληγαν, δεν έχει σημασία, κάποια στιγμή σε μια απογραφή, ένα χαζούλης γιατρός από αυτούς που δεν καταλαβαίνουν και πολλά, ένα Σάββατο πρωϊ, ας πούμε, ρωτούσε τι γυρεύουν τόσες κούτες εκεί στοιβαγμένες, και του απαντούσαν από το φαρμακείο, αυτά τα κανονίζει η διευθύντρια, μη σε απασχολεί.....
Μια κακή μέρα, ας φανταστούμε το λοιπόν, ότι έγινε μια "καρφωτή", προμελετημένη και μιλημένη, και σκάσαν μύτη κάτι καλόπαιδα του ΣΔΟΕ και της βρίσκουν ένα ποσό σε κάποιους, όχι όλους, λογαριασμούς της, να, ας πούμε χάριν της συζητήσεως δηλαδή, 11 εκατομύρια ευρώ. Ώπα λέει ο Διοικητής, πανικός, να μην το κάνουμε και θέμα (άσε που το έκαναν θέμα πρώτες οι εφημερίδες, που δημοσιοποίησαν και το όνομα της, αν υπήρχε δηλαδή, καθότι εντελώς φανταστική ιστορία). Την εγκαλεί λοιπόν σε μια τύπου ΕΔΕ συζήτηση που της εξηγεί. "Κυρία μου, με γειά σου με χαρά σου, αν θέλεις, κρατάς το παραδάκι βγαίνεις και στη σύνταξη, από μόνη σου, ότι έφαγες έφαγες, κάνεις κι έναν καλό διακανονισμό με τη εφορία και τέλος. Αν θέλεις από την άλλη, το πάμε δικαστικώς, περιμένεις να καθαρίσει το όνομά σου, βγαίνεις σε μια διαθεσιμότητα, κι αν μπορείς να δικαιολογήσεις το ποσό αυτό, μπράβο σου, γυρνάς στη δουλειά σου και ζητάς και μια αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμιση".
Το σκέφτεται η κυρία, ας υποθέσουμε ότι επιλέγει την πρώτη λύση. Την "κάνει" από τη δουλειά, οι υπόλοιποι να μην έχουν χαμπάρι τίποτα. Κάνει κι έναν ωραίο διακανονισμό του στυλ 500 χιλιάρικα σε δύο δόσεις, σε ένα δίμηνο και κλείνει η υπόθεση......
Έλα μου όπως που ο άντρας της ο δικηγόρος, υποθετικά μιλάμε πάντα, τη συμβουλεύει και της λέει, θα καταθέσεις ούτως ει άλλως μήνυση για δυσφήμιση καθότι ακούστηκε το όνομά σου και όχι των άλλων. Οπότε όντως πάει αυτή και ας πούμε ότι καταθέτει τη μήνυση και ζητάει το ποσό των-υποθετικά μιλώντας-500.000, όσα δηλαδή πλήρωσε στην εφορία. Κι αυτό, για να μην ξεράσει 5-6-7 ονοματάκια στον ανακριτή.
Έπεσαν λοιπόν όλοι οι μεγαλογιατροί στο διοικητή, "τρελός είσαι;; πλήρωσε την να μην μας βγάλει στον τάκο και ....εκτεθεί και το νοσοκομείο!!". Οπότε άγνωστο τι πραγματικά έγινε (αν υπήρχε μια τέτοια ιστορία ποτέ), πάντως δεν ξανακούστηκε η υπόθεση και όλοι είπαν θάφτηκε, όλοι καλά, όλοι εντάξει.
Ξανασπάει όμως ο διάβολος το ποδάρι του και να που αλλάζουν και οι συνθήκες και πρέπει να δείξει και κάποια κυβέρνηση σε κάποια ασιατική χώρα, νότια του Μπουρδελιστάν, ότι μπορεί και θέλει να καταπολεμήσει τη διαφθορά, οπότε τι γίνεται;; Την  προφυλακίζουν την κακομοίρα τη διευθύντρια και δημοσιεύουν στις εφημερίδες  ότι το ποσό που βρέθηκε στους λογαριασμούς της ήταν --ναι, ναι, μαντέψτε το--500.000 και ότι σύμφωνοι, εισαγγελέας κι ανακριτής, αποφάσισαν για το ποινικό της υπόθεσης. Η συνέχεια μόνο στο μυαλό σας καθότι η υπόθεση είναι ντιπ φανταστική....

Αυτά ούτε στα παραμύθια !!!

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Who am I? Immer wieder soll man selbst neu erfinden.

Who am I????

Ανακαλύπτω ξαναμανα τον εαυτό μου, σημαίνει κάνω τα ίδια λάθη;; Ή βρίσκομαι σε συνθήκες που μοιάζουν καινούριες, οπότε ξαναδοκιμάζω έναν νέο τρόπο με τα ίδια εργαλεία, τα ίδια μυαλά, τις ίδιες ψυχικές αντοχές;; Τι σόϊ αυτογνωσιακή δοκιμασία είναι όταν χάνεις τα ίχνη της στην προσπάθεια να σταθείς στο νέο περιβάλλον και να αναγνωριστείς;; πώς να αναγνωριστείς όταν εσύ ο ίδιος δεν γνωρίζεις πια τον εαυτό σου; Μα έτσι γίνονταν πάντα, πρώτα ορίζεσαι εκ των έξω, ώστε να βοηθηθεί η ενδότερη νέα "βάφτιση" στην κολυμβήθρα που βρέθηκες. Εδώ βέβαια δεν το λένε Σιλωάμ, αλλά πιο πολύ σε Rudolph ή Hubert πάει. Ορίζεσαι από το σκηνικό γύρω σου, που περνάει σιγά-σιγά μέσα σου, μετουσιώνεται σε ύπαρξη δική σου, ακουμπάει στο συνειδητό σου κομμάτι και το επανασυνθέτει. Τα ίδια κομμάτια του παζλ, ξαναφτιάχνονται και δίνουν άλλη εικόνα. Εφικτό;; η ιστορία λέει ναι, η προσωπική και βιωματική πορεία καθενός μπορεί να λέει άλλα.
Άρα σαν φυσική χαμαιλεοντική συμπεριφορά, δηλώνεις τα χρώματα που σε εγκλιματίζουν καλύτερα, μιλάς με τον τρόπο, με την προφορά που θα γίνεις καλύτερα κατανοητός, γίνεσαι ένα με τον περίγυρο. αυτό σημαίνει ότι ξεχνάς τι και ποιος ήσουν; Όχι απαραίτητα, απλά τα αφήνεις λίγο στην άκρη, εκεί θα είναι, δε φεύγουν, κοιτάν από το πλάι. Πρέπει να δεις τον καθρέφτη, πρέπει να προσδιοριστείς σε άλλη κλίμακα, να κουρδιστείς σε άλλη σκάλα, να δείξεις μια άλλη πλευρά, κρυμμένη, θαμμένη, ίσως και ανύπαρκτη μέχρι τώρα. Δηλαδή αχρείαστη μέχρι τώρα.
Γιατί τώρα ήρθαν τα ζόρικα, τα παλούκια. Και ο κάθε "ήρωας" μιας παράστασης, χρειάζεται τη δοκιμασία του, να αποδείξει, να συνθέσει μια συμπεριφορά ηγετική, να πράξει, να δουλέψει, να στίψει πέτρες, να χτυπήσει γροθιές στα μαχαίρια, να σφίξει δόντια, να ματώσει, να δώσει στίγμα γενικά, να ορίσει εαυτόν και αλλήλους και μετά να τραβήξει προς το ηλιοβασίλεμα,  να κοιτάξει, να ατενίσει θάλασσες και  ηλιοβασιλέματα, να καπνίσει το τσιγάρο του ή να πιει το ουίσκι του, ανάλογα, ώστε να μπορεί να πει "ergo sum".
Η απρόβλεπτη εξέλιξη, η στιγμή που θα πετάξει τον άντρα έξω από τη βολή του, έξω από συνήθειες και τετριμμένα, είναι και η αναγέννησή του, η ανακάλυψη του κρυμμένου, του θαμμένου θησαυρού. Στο "πουθενά" βρίσκεις το "παντού" σου και στο "τίποτα" θα βρεις το "κάτι" σου.
You know where you are???? Στη ζούγκλα του μυαλού σου, σαν Λόρδος Λίβινγκστον στην άγρια Φύση, στην ανακάλυψη της Ατλαντίδας σου, της νέας ψυχικής ηπείρου, στο σίγουρο χαμό ή στη θεοποίησή σου, ανακαλύπτοντας τα μύχια, τα σκοτεινά, να ξαναβρείς, αν ήσουν, ποιος ήσουν, γιατί ήσουν, και ποιος θα ήσουν.
Τώρα πλέον ο γυρισμός δεν θα έχει άλλο νόημα, μόνο αξία. Δε θα έχει σημασία δηλαδή, αλλά θα ξέρεις πάντα από πού ξεκίνησε ο Μίτος σου. Κι ας είσαι στο στόμα του Μινώταυρου..........


Ένας άντρας κι ένα άλογο (ή αλλιώς ο άλογος άνθρωπος)






(για μερακλήδες και μπεσαλήδες και πάνω απ'όλα άλογους άντρες)


Ο καβαλάρης τ' άλογο το 'χε μες στην καρδιά του.
Που να 'βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο,
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ' τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο. Με καιρούς θα σ' εύρω ή θα μ' εύρεις».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ' αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που 'μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ' αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν' ανοίξει παραθύρι
την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι.
Εκεί 'ταν λαουτιέρηδες που θέλαν' παρακάλια
ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά στου βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν' ακούσω απ' τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ' όργανο με καμάρι,
και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.

Kann nicht klagen

Darf ich? Muss ich? Was ist zu beschwerden? Alles ist offen, alles ist aus eigenem Willen gewesen.
Der Weg sieht schwierig aus, wie immer. Das Beste ist nicht schon da. Nicht heute, sondern morgen, später....Nie die Hoffnung aufgeben!
My situation ain't get much better, wie gesagt von Meister Gallagher
Erwartung, Glaube, Sicherheit.
Oktoberfest und Herbst ante portas, mit Sonne draußen. Klagen passen nicht.........
Was ist weg, ist weg, sagt man. Geh nach vorn, sagt ein anderer.
Und ich klage nicht.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Γκρίζο Νο ΙΙ

Bei der Gelegenheit
Και με αφορμή την προηγούμενη ανάρτηση, λέω να επεκταθώ λίγο παραπάνω στην καθημερινότητά μου.
Κυκλοφορώ με τρένα και με λεωφορεία. Ώρες δύσκολες, χαράματα, δύσεις, μισοσκόταδα. Τα βλέμματα που βλέπω είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό γκρίζα. Στα σκοτάδια αν και φαινομενικά είναι δύσκολο να το διακρίνεις, το γκρίζο κάνει αίσθηση. Στα μάτια υπάρχει μια γαλήνη, μια απόγνωση, μια  "κοιτάω σα χαμένος" αίσθηση. Κοιτάω σα χαμένος όμως, γιατί μάλλον είμαι ο χαμένος. Σέρνεται το βλέμμα μου, στα μακρυνά, στους κάμπους και στα δάση, στο βάθος, αλλά στην ουσία το μόνο που κοιτάω είναι τον εαυτό μου. που καθρεφτίζεται στο τζάμι. Δεν είναι μαύρα γύρω μου, ούτε έχουν ασπρίσει ακόμα. Παραμένουν γκρι.
Μιλάω με τον δάσκαλό μου των Γερμανικών, ο οποίος έχει φωτογραφίσει ένα καταπληκτικό πρώιμο φθινοπωριάτικο δειλινό, όπου δεν ξεχωρίζεις πού αρχίζει η θάλασσα και πού τελειώνει ο ουρανός. Όλα ένα απέραντο (όχι γαλάζιο, αμάν με αυτό το κλισέ!!) ένα απέραντο και ακαθόριστων διαστάσεων Γκρι. Έτσι του λέω, είμαι κι εγώ, ένα γκρι, που δεν ξέρει αν τελειώνει ή αν αρχίζει. Ρωτάω όμως: "Ist es grau ein zukünftiges weiß?". Εκείνος λέει, μα και βέβαια, πάντα ασπρίζουν τα γκρι, δεν το 'ξερες;;
Από μικρός θυμάμαι, τα καλύτερα μου παντελόνια ήταν γκρι, μου άρεσε πολύ το χρώμα. Το μαύρο παλιά (ίσως και τώρα) ήταν μαγκιά, πρωτοπορία, αντίδραση. Δεν τα φόρεσα. Τα άσπρα, τα χρωματιστά, τα ζωηρά χρώματα, παραήταν υπερβολικά για την απαισιοδοξία του Ενοίδα. Οπότε μ'απόμειναν τα γκρι, γκρι πουκάμισα, γκρι φανελάκια, γκρι παπούτσια, γκρι συναισθήματα. Ο καθηγητής της Φυσικής μου, ονόματι Ψαρρός (!!), μου ΄λεγε: "Να μην έχεις άγχος, δες εμένα, έτσι θα καταντήσεις" και έδειχνε τα κατάγκριζο κεφάλι του.
Μein neuer Chef, είναι πενηντάρης, γκρι κεφάλι με μια άσπρη τούφα. Πειράζαμε τον καινούριο πιτσιρικά στη δουλειά, που με το πρώτο ζόρι, αρρώστησε και δεν ήρθε. "Νέοι!!" λέω εγώ. Γελάει αυτός και λέει, "Ναι όντως, keine grau Haare!!!!!"
Ούτε μαύρα ούτε άσπρα ούτε ναι ούτε όχι, ούτε τώρα ούτε ποτέ. Πάντα στο μετέωρο γκρι.
Πάντα στο θολό τοπίο, πάντα στη μετάβαση, στην Angepassheit.
Καλύτερα έτσι, μάλλον. Γλυτώνεις τις αντιθέσεις, το γκρι "πάει" με όλα.
Αλλά ποιος θέλει στην παρέα του έναν γκρι; Ποιος χαίρεται να τον βλέπει; Είναι εκεί, αλλά και δεν είναι, ψιλοβουλιάζει στα χρώματα του ντεκόρ, σχεδόν αόρατος, καλός για να μην ενοχλεί και να μη διακρίνεται. Αλλά όχι για να εντυπωσιάζει, όχι για να τραβήξει την προσοχή, ένα γκρι δεν μαγνητίζει  ποτέ βλέμματα. Έτσι το θέλει και το προτιμάει.
Περνάει και φεύγει και δεν κλαίει ανθρώπου μάτι.

αλλά εδώ ταιριάζει κι εκείνο του Λάγιου
Περαστικός κι αμίλητος.

Τελικά καλή νύχτα φαινόταν στην αρχή, αλλά μετά γκρίζαρε λίγο..........

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Βλέμμα γκρίζο


Κι αν σου ’γραψα,
κι αν σου ’στειλα τραγούδια
με πόνους και πληγές,
δεν τ’ άκουσες,
στις γειτονιές δεν τα ’δες
ν’ ανάβουν πυρκαγιές.

Μακάρι να 'τανε για μένα, Θέ μου γραμμένα


Να πω στους ξεχασμένους
και στους κυνηγημένους
πως στην αγάπη όποιος πληρώνει
δεν ξεχρεώνει.


(Μακάρι να τα είχα γράψει εγώ αυτά, αλλά με πρόλαβε ο Ελευθερίου, ο μπαγάσας!)
Η μουσική του Βαρδή. Τα συναισθήματα και τα βιώματα ολωνών, κοινό κτήμα......


Είναι και κείνο το "παιδιά και μεις της προσφυγιάς, με τον καημό στολίδι, όλη η περιουσία μας, σκοποί του Καζαντζίδη" που βρίσκεται στον ίδιο δίσκο. Χάραξε κάτι μέσα μου, από την πρώτη στιγμή, (ήμουν και μικρός βέβαια), αλλά χωρίς να μπορώ να καταλάβω τότε το γιατί.
Τώρα ξέρω όμως....

Θα τα ανεβάσω προσεχώς σε βίντεο, αλλά μόλις βρω χρόνο και τρόπο. ίσως κι όρεξη.