Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Ήλιος και Βροχή


Είναι Τετάρτη απόγευμα, ο καιρός είπε για καταιγίδες, τώρα ρίχνει ψιλόβροχο ενώ ο ήλιος λάμπει. Ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί, λέγαμε παιδιά. Γιατί άραγε να παντρεύονται οι φτωχοί, απλώς επειδή κάνει ρίμα; Ή ταιριάζει το αλλοπρόσαλλο στη φτώχεια; Με τη βροχή ίσως να ξεπλένεται η ντροπή της φτώχειας, που φαίνεται αβάσταχτη στο φως του ήλιου. Η βροχή και ο ήλιος θα τα βρουν τελικά και είτε το ένα είτε το άλλο θα επικρατήσει. Ο χαμένος προσωρινά θα καταφύγει για ψυχολογική υποστήριξη, μέχρι να ξαναέρθει η ώρα του, να διεκδικήσει εκ νέου την ατμόσφαιρα. Κι αν ο ήλιος είναι ένας, αιώνιος, αλλά μόνος, μοναδικός (τουλάχιστον για μας), τα σύννεφα, αυτά τα μυστήρια νέφη, οι σωριτομελανίες, είναι πάμπολλα, αμέτρητα, συνεχώς διαλύονται και αναδημιουργούνται εκ του μηδενός. Μόνη τους σύσταση το νερό. Αέριες μάζες, χημικές ενώσεις, μόρια και ανάδυση της Τέχνης. Αν καθίσουμε και μετρήσουμε πόσες φωτογραφίες βγάζει κάποιος με μόνο πρωταγωνιστή τον Ήλιο και πόσες μόνο με τα σύννεφα, θα καταλήξουμε σε ένα απλό συμπέρασμα. Δεν μπορεί ο ένας χωρίς τον άλλον. Δε γίνεται η απομόνωση του ενός από τον άλλο. Συμβίωση, συμβιβασμός. Ο Ήλιος μόνος αρχικά θα μας ξετρελάνει, θα μας ενθουσιάσει, αλλά μετά θα μας κουράσει, θα μας κάψει, θα το βαρεθούμε, θα μας νυστάξει. Το σύννεφο και η βροχή του μας δροσίζει, μας κρυώνει, μας ποτίζει και στο τέλος μας καταθλίβει, μας απομονώνει.

Το μούσκεμα δεν το φοβίζει το φτωχό, δεν έχει ακριβές μάρκες για να φοβηθεί μην και χαλάσουν, δε θα σκεφτεί αν το αμάξι ή τα μπαλκόνια θα θέλουν πλύσιμο. Ο Ήλιος βέβαια τον ηρεμεί στον παγκάκι που κάθεται ή στα τσιμέντα, που πυρακτωμένα όλη τη μέρα, ζεσταίνουν τον κάθε άστεγο τις ανοιξιάτικες νύχτες.

Ποιά είναι η καλή αναλογία; Ποιό το ποσοστό; Πώς να μετρήσεις την ηλιοφάνεια και την ποσότητα της βροχής σε ψυχικές μονάδες; Σε «φτωχικές» μονάδες; Όπου φτωχός και ο ήλιος του ή τα σύννεφά του. Δεν υπάρχει όμως έλεος για κανέναν, αυτός που τώρα ζεσταίνεται και χαίρεται εκεί κάπου στον ισημερινό, κουβαλάει στον ιδρώτα του και το ρίγος του παγωμένου βόρειου. Η δροσερή μυρωδιά της βροχής σέρνει πίσω της την κάψα του σκασμένου χώματος, καθώς κάποιος διψασμένος ψάχνει για νερό, κάπου στην Αφρική. Πίνεις τη γουλιά του και νοιώθεις πυρετό. Βρέχεσαι παθαίνοντας εγκαύματα σε σημεία που δε βλέπει ο ήλιος και η σκόνη, σε μέρη που κάποτε η βροχή και ο ήλιος ήταν απλώς σημεία του Ουρανού, τότε που χαιρόσουν είτε έβρεχε είτε όχι, και αν σκεφτόσουν τους «παντρεμένους φτωχούς» ήταν επειδή δεν τους ήξερες, δεν τους είχες φανταστεί και ποτέ.

Τώρα όμως και τους βλέπεις (μη βλέποντάς τους) και τους ξέρεις (μη γνωρίζοντάς τους) και ξεχνάς ότι έτσι ήσουν κι εσύ κάποτε, σε άλλον αιώνα, σε άλλο τόπο, σε άλλη ιστορία και μάλιστα ότι έτσι θα γίνεις αύριο ή και μεθαύριο, ποιός ξέρει; Ποιός θέλει να μάθει; 
Καλύτερα ας μιλήσει η βροχή. Ή έστω ο Ήλιος. Ή και οι δυο μαζί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου