Το Ελληνικό Γένος είναι για σκότωμα. Αναμφισβήτητα μαζί με πολλά άλλα γένη, αλλά εμάς μας νοιάζει το δικό μας. Αυτό έχουμε, μ'αυτό ασχολούμαστε. Παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με διάφορα άλλα, μολαταύτα αυτό δεν το εμποδίζει να έχει-από μια άποψη-μια ιδιαίτερη αηδιαστική μοναδικότητα. Ναι όντως, είμαστε μοναδικοί στο είδος της μαλ...ίας που βαράμε. Και μάλλον αυτό τονίζεται ιδιαίτερα τα καλοκαίρια.
Μάλλον παίζει ρόλο το γεγονός ότι σχεδόν όλοι κυκλοφορούμε γυμνοί. Με μαγιώ, κάποιοι χωρίς, με τα εσώρουχα, επίσης κάποιοι χωρίς. Όλη η αλήθεια μας γυμνή. Όταν είσαι όπως σε γέννησε η μάνα σου, δύσκολα ξεχωρίζεις αν είσαι οικοδόμος, αρχιμανδρίτης ή εφοπλιστής. Εκτός αν καπνίζεις καμμιά πουράκλα ή έχεις κανα τεράστιο παπαδόμουσο. Τότε φαίνεται.
Για τους περισσότερους όμως, το καλοκαίρι δίνει την ευκαιρία να αποδείξουν τον πραγματικό τους εαυτό, μακριά από τα κουστούμια του θεατρικού χειμώνα και τις μάσκες των υποχρεώσεων. Οι διακοπές, η χαλαρότητα, η διάθεση της διαφυγής και της απόδρασης από σκοτούρες και άγχη αναδεικνύουν σε όλο το μεγαλείο την ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.
Ο παπαρόμαγκας με την κομμένη εξάτμιση που περνάει μεσημεριάτικα γκαζώνοντας στα 480 dB σπάζοντας τύμπανα και archidia
ξυπνάει τη θεία που τσιρίζει και ουρλιάζει στο Γιωργάκη για να φάει όλο το καρπούζι του και που την έχει αγανακτήσει με τις αναποδιές του από τότε που τον άφησε
η μάνα του, για να πάει διακοπές στο νησί, να βγάλει έξω άφοβα τα πενηνταριασμένα πεσμένα στήθη της και βγάζοντας όλη την υστερία της πάνω
στον άντρα της που θα ξαπλάρει σα βόδι στην παραλία, σκαλίζοντας τη μύτη του και χαζεύοντας τις μικρές Ρουμάνες με τα στρινγκ, αφήνοντας τα σάλια να πέφτουν πάνω
στην άμμο που τη βρωμίζουν όλοι αυτοί οι κάφροι που νομίζουν ότι τους ανήκει για να την κάνουν σαν το σπίτι τους,
στο σπίτι, εκεί που εκεί πέφτει το ξύλο της αρκούδας, από τον πατέρα στη μάνα, από τη μάνα στο γιό, από το γιό στην κόρη από την κόρη στις κούκλες της, μέχρι κι αυτή η κακομοίρα να βρει
έναν άντρα, που να της κάνει τα παιδιά της, στα οποία να ξεσπάει τα νεύρα της, αφού δεν επιτρέπεται να τα ξεσπάει
στο γκόμενο, το παιδαρέλι που μόλις αγόρασε την καινούρια Jeepάρα για να τη δείχνει στην πλατεία του χωριού, που την περπατάει για 5 χιλιόμετρα τη μέρα και τη φτύνει μην του τη ματιάξει
ο ψωροζηλιάρης συνάδερφος, που από τη ζήλεια του πήρε το φιατάκι του, μεθυσμένος και λίγο πριν σκοτωθεί σ'ένα χαζοτροχαίο, τον πήγαν στο κέντρο υγείας, που εκεί συνάντησε
το ψωροφαντασμένο κωλόπαιδο, τον αγροτικό, που νομίζει ότι είναι ο Θεός και αποφασίζει για τις ζωές των άλλων, όντας παντελώς άσχετος και που φτηνά τη γλύτωσε προχτές που μπούκαρε
ο τσαμπουκαλής του χωριού να τον πλακώσει στο ξύλο, ο "γαμώ και δέρνω" τύπος, που τράβηξε την πρέζα του και ήρθε για να ζητήσει και τα ρέστα, όταν του είπαν ότι έχει AIDS, που μάλλον κόλλησε
απ'το πορνίδιο της γειτονιάς, που παλιά το βίαζε ο πατριός του και τώρα την παίρνει για μία δόση κόκας,
ο εισαγγελέας της διπλανής επαρχιακής πόλης, που καλύπτει όλη τη βρωμιά που βλέπει κάτω από το χαλάκι της βίλας του που έχτισε χάρη στα μαύρα ναρκοευρώ, που του χαρίζουν
οι νταβατζήδες και οι έμποροι όπλων, που λανσάρονται σα μάγκες στις μεγάλες πόλεις και βάζουν στη δουλειά
όλα εκείνα τα κακόμοιρα αγοροκοροτσάκια, τα βαποράκια της θλίψης, με τη μισή ζωή ήδη στον τάφο, που καμμιά φορά θυμούνται ότι αυτοί είναι η νέα γενιά, που θα αλλάξει την Ελλάδα, όπως λέει και
ο ξεφτιλοβουλευτής, όταν κι αυτός θυμάται τα κορόϊδα που τον ψηφίζουν και που αρπάζει ότι μπορεί και από όπου μπορεί, που γλείφει για την ψήφο ως και την
κυρά-Γεωργία, η οποία κάνει τα στραβά μάτια όταν βλέπει το γιόκα της να μπαίνει στο μπουρδέλο του χωριού, αλλά προσέχει εάν έχει απλώσει λάθος σώβρακα η απέναντι κυράτσα, που μάλλον θα είναι
του κανακάρη της, που τον έστειλε στην Αγγλία, να σπουδάσει γραφιστικές τέχνες κι αυτός γύρισε με 67 σκουλαρίκια και έναν Ινδό γκόμενο,
ο οποίος έχει έναν ξάδερφο, που ήρθε μετανάστης στην Ελλάδα και τώρα φυτοζωεί σε ένα υπόγειο στον Άγιο Παντελεήμονα, σκάβοντας κάθε βράδυ στους σκουπιδοτενεκέδες και βλαστημώντας την τύχη του και το
δουλέμπορα, που τον έφερε και που δεν είναι άλλος απ'τον υπάλληλο του Λιμενικού του νησιού, που τσίμπησε τα ευρώ απ'τον Τούρκο "συνάδελφο" και έτσι μπόρεσε και πάντρεψε
την αδερφή του με το χαζοβιόλη κι άβγαλτο κτηματομεσίτη, που ήρθε απ'την Αθήνα για να αποκατασταθεί, χωρίς να τον νοιάζει αν την έχει πάρει όλο το Βόρειο Αιγαίο, και ο οποίος πουλάει κοψοχρονιά τα κτήματα
των κακομοίρηδων νησιωτών, που βαρέθηκαν να περιμένουν τους τουρίστες που δεν έρχονται, λόγω κρίσης και που χρεώνουν μια αγγουροντομάτα 5,5€, γιατί είναι βιολογική,
σαν τα αγγούρια, που τρώμε όλοι εμείς, οι λίγο καλύτεροι, όλες τις μέρες, όλους τους μήνες, όλη τη χρονιά, όλα τα χρόνια και τους αιώνες, από αυτό το αρχαιο-ελληνικο-ρωμαϊκο-βυζαντινο-τουρκο-χριστιανικο-νεοελληνικό ανθρωπομάνι, που καλούμε συμπατριώτες μας.
Και που μας προκαλεί καθημερινή αηδία, ειδικά το καλοκαίρι. Όταν βλέπω να σκοτώνονται κυριολεκτικά στους δρόμους και στις ασφάλτους άνθρωποι χρήσιμοι αλλά και άχρηστοι, προφανώς, όταν τους βλέπω να "σκοτώνονται" στα μπαρ και στα σκυλάδικα και στα μεταλάδικα, με όλες τις ουσίες που διαλύουν νου και σώμα, όταν βλέπω να "σκοτώνονται" οικογένειες, μπαμπάς με μαμά, αδέρφια μεταξύ τους, θειός με ανηψιό, όταν βλέπω να "σκοτώνονται" για 20 και 50 € ή για μια θέση parking, όταν βλέπω να σκοτώνονται για να έχουν κάτι να πονέσουν,
τότε λέω : "Καλά να πάθουμε, να εξαφανιστούμε από προσώπου Γης. Αφού έτσι κι αλλιώς, είμαστε για σκότωμα..."
συμφωνω απολυτα, ωραιο κειμενο εγραψες, επιτελους κατι που αξιζε να διαβασουμε. οχι οτι και αλλα δεν αξιζαν τον τελευταιο καιρο αλλα αυτο διαφερει και ειναι του στυλ που εγω θελω να βλεπω πως εχεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή