Παλιές ιστορίες, τι νόημα έχουν; Θα πείτε!
Επειδή έχω καλή διάθεση, δε θα σας βρίσω, αλλά θα συνεισφέρω κι εγώ στη συλλογική ιντερνετική μνήμη ένα λιθαράκι ιστορίας, μια μικρή στιγμή στο μικρό κόσμο. Επειδή
ως γνωστόν, οι γέροι άνθρωποι ψοφάνε για Gaslighting, μόνο που παλιά δεν το λέγανε έτσι. Απλά έλεγαν, "κάθησε να σου πω μια ιστορία....."
Μια φορά κι έναν καιρό τηλεφωνηθηκαν μέσω των ατζεντηδων και των εταιρειών τους ένας Μάνος, "ο" Μάνος κι ένας Άστορ, "ο" Άστορ. Θα μιλήσω κάποια στιγμή για την Vera Brandes, σημαντική φιγούρα στον κόσμο των παραγωγών.
Ο Μάνος κάλεσε για πρώτη φορά επίσημα τον Άστορ το 1981, να έρθει να παίξει στο φεστιβάλ Μουσικός Αυγουστος. Έπαιξαν μαζί τα τρία Τάνγκο, το Κοντσέρτο για μπαντονεόν και το Αντιός Νονίνο), όλα αυτά παίχτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Ηράκλειο τότε, ήταν σαν να το σύστησε στο κοινό του ο Μάνος.
Οι πιο πολλοί -υποψιασμενοι-ακροατές, λέει ο Μίνως Αργυράκης είχαν πάθει ντελίριο με την εμφάνιση των δύο.
Μετά από κάποια χρόνια , στην ουσία και οι δύο ήταν στο λυκόφως τους-για την ακρίβεια τον Ιούλη του 1990, ξανακαλεσε ο Μάνος τον Άστορ, σε Ηρώδειο και Πάτρα, να παίξουν -περιεργως- ακριβώς τα ίδια κομμάτια με την Ορχήστρα των Χρωμάτων.
(Την ορχήστρα των Χρωμάτων την είδα στην Κατερίνη, στους Ευκαρπιδη, που λέγαμε -ακριβης χρόνια δε θυμάμαι, είτε 88 είτε 89. Αλλά ήταν μαζί Μίκης -Μανος. Τότε δεν είχα εντυπωσιαστεί, τώρα που το σκέφτομαι, λέω μέσα μου, "τι είδαμε και χαμπάρι δεν πήραμε")
Ξανά στο 1990, Φεστιβάλ στο Ηρώδειο. Αρκετά καταπονημένοι, γέροι και οι δύο, αλλά αγέραστοι ψυχικά, φτιάχνουν έναν κόσμο μουσικής, που δε θα ξανάρθει. Πρέπει κάπου να ηχογραφήθηκε αυτή η συναυλία, γιατί έτυχε να είναι και η τελευταία ζωντανή παράσταση του Άστορ. Τον επόμενο μήνα αρρωσταίνει βαρειά (πνευμονία, νομίζω!) στο Παρίσι και....τέλος, αυτό ήταν. Πέθανε το 1992. Ο Μάνος συνέχισε ακόμα λίγο, αλλά κι αυτός έπνεε λοίσθια. Ένα καλοκαίρι του 94 αποβιώνει από πνευμονικό οίδημα.
Θυμάμαι που διάβαζα τις επικεφαλίδες σε ένα περίπτερο, (Αντιγονιδών ήταν;) και βρέθηκα με τον Παναγιώτη τον Ταρενιδη και μου είπε "Ε, ναι, βαρειά αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια" !! Χάσαμε το Μάνο, από μια μπαναλ αριστερή ανεπάρκεια. Και του είπα "λογικό, αφού ήταν δεξιός"........ Τέτοιοι ήμασταν πριν 30 χρόνια. Αστείοι.
The last concert λέγεται το CD, το βρήκα στο Ίντερνετ, αν το πετύχω σε κάνα eBay, θα το παραγγείλω. Ιστορική αξία. Μιλάω και γράφω για "Μάνο" και "Άστορ", σαν να είναι φιλαράκια ή τα παιδάκια της παρέας. Αλλά δεν είναι έτσι.
Αυτοί είναι Μύθοι, θρύλοι, άνθρωποι, Καλλιτέχνες, Μουσικοί, Δημιουργοί, θεϊκές φιγούρες στα μάτια μου. Έγραψαν Έπη, Κονσέρτα, Τζοκοντες και Λιμπερτανγκο, τραγούδια και χορούς, 4/4 και 3/4. Ρυθμικά μέρη, αρρυθμα μέρη. Αρμονικά και δυσαρμονικά κομμάτια. Στηρίχτηκαν και οι δύο πάρα πολύ στους κλασσικούς, στις φούγκες και αντιστίξεις, στις διαφωνίες (με την ερμηνεία όχι της διαφωνίας σε μια συζήτηση, αλλά της διαφωνικής λύσης των συγχορδιών, της διαφώνησης, Missklang Dissonanz, που λένε οι Γερμανοί) , αλλά ήθελαν και τις γλυκείς αρμονίες, μια μελωδική φωνή, μια χορευτική μουσική. Η κίνηση ήταν πάντα μέσα τους.
Όσον αφορά βέβαια το Τανγκό του Άστορ, έγραψε ο Μάνος στο περιοδικό "Τέταρτο" :
" Πρέπει να ξεχάσουμε τη μεσοπολεμική επεξεργασία του τάνγκο στην Ευρώπη με το αισθηματικό περιεχόμενο και με τη μελοδραματική του φόρτιση από ταινίες του ομιλούντος εκείνου του καιρού, για να ξαναβρούμε το γνήσιο αίσθημα που περιέχει το μοναδικό αυτό είδος μουσικής έκφρασης της Αργεντινής.
Το τάνγκο είναι ο κόσμος που φεύγει έτσι όπως ήρθε. Με πάθος για να φορέσει μια στολή, να αγαπήσει μια γυναίκα ή ένα παιδί, να ξυριστεί ή να χτενιστεί με επιμέλεια και να πεθάνει δημοσία δαπάνη.
Κι όλα σε 4/4. Στον ρυθμό του τάνγκο».
Εντάξει, τι να λέμε; Μάνος. 100%
Για το τέλος, η Αφίσα της Συναυλίας.
Όχι μελοδραματισμοί, δεν έχουν νόημα. Οι μνήμες, όσο αντέχουν, αυτές είναι τώρα ο μοχλός της σκέψης.
Αλλά εσύ, καλέ μου άνθρωπε του 2024, βάλε στο Spotify, ή οποία πλατφόρμα έχεις, και άκουσε το κονσέρτο για Μπαντονεόν.
Εγώ έχω το πρωτότυπο CD, με διεύθυνση το Lalo Chiffrin. Αν και το έχω ακούσει ζωντανά κι από το Galliano.
Καληνύχτα κι όσοι κατάλαβαν, .... κατάλαβαν.